ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΟΥ ΚΚΕ
  ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ ΝΕΑ ΑΝΑΤΟΛΗ ΑΡΧΕΙΟ email

Γραφεία:
Χαλκοκονδύλη 35
104 32 Αθήνα
Τηλ-Fax
210 5232553

  ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΧΕΡΣΟΝΗΣΟΥ ΤΟΥ ΜΟΡΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟ ΜΕΣΑΙΩΝΑ (ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ)

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ
ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗΣ

“Το φάντασμα του Φαλμεράιερ πλανιέται πάνω από την Ελλάδα”.
Αυτή η παράφραση της εναρκτήριας πρότασης από το Μανιφέστο του Κομμουνισμού των Μαρξ-Ένγκελς νομίζουμε πως
απεικονίζει ανάγλυφα την κατάσταση που επικρατεί στη χώρα μας σ’ ό,τι αφορά την έκδοση των έργων του Ιάκωβου Φίλιπ-
που Φαλμεράιερ. Πράγματι, αν εξαιρέσει κανείς τις δύο μοναδικές περιπτώσεις που μεταφράστηκαν έργα του στα ελληνικά,
από κει και πέρα επικρατεί το απόλυτο σκοτάδι.
Πρόκειται για το πρώτο, χρονολογικά, έργο του (Ιστορία της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας, Μόναχο, 1827), για το οποίο
μάλιστα είχε βραβευθεί από τη Βασιλική Ακαδημία της Δανίας. Αν διαβάσει κανείς στην ελληνική εισαγωγή για ποιο λόγο
μεταφράστηκε αυτό το έργο στα ελληνικά, θα μείνει με την εντύπωση πως αυτό έγινε γιατί ο Φαλμεράιερ σ’ αυτό εκθειάζει
τους... Πόντιους!
Το δεύτερο έργο του (στην ουσία πρόκειται για διάλεξη που είχε δώσει σε ανοιχτή συνεδρίαση της Βαβαρικής Ακαδημίας
Επιστημών και η οποία εκδόθηκε το 1835) που μεταφράστηκε στα ελληνικά αναφέρεται στα απόνερα που προκάλεσε η έκ-
δοση του μνημειώδους έργου που κρατάει ο αναγνώστης στα χέρια του και με το οποίο ο Φαλμεράιερ έγινε ευρύτερα γνω-
στός σε όλη τη Γερμανία. Στην ελληνική μετάφραση της ομιλίας του αυτής δόθηκε το συνοπτικό όνομα Περί της Καταγωγής
των Σημερινών Ελλήνων (εκδ. Νεφέλη, 1984), ενώ ο συγγραφέας της συνήθιζε να την αποκαλεί, κι αυτός για λόγους συντομί-
ας, Ακαδημαϊκή Πραγματεία. Στον Κωνσταντίνο Π. Ρωμανό, ο οποίος τη μετέφρασε, ανήκει η τιμή (παρά τον αγνωστικισμό
που εκφράζει στην εισαγωγή του για την ίδια την ουσία της υπόθεσης) ότι πρώτος αυτός τόλμησε να σπάσει τη συνωμοσία
της σιωπής, με την οποία μέχρι τότε η επιστημονική κοινότητα φρόντιζε επιμελώς να καλύπτει τα έργα του Φαλμεράιερ στη
χώρα μας. Σ’ αυτή τη χώρα ό,τι θεωρείται αντεθνικό κυριολεκτικά θάβεται.
Όταν αναφέρομαι σε “συνωμοσία της σιωπής”, δεν εννοώ ότι το να μιλάς για τον Φαλμεράιερ είναι απαγορευμένο. Κάθε
άλλο: Μπορείς όσο θες, όποιος κι αν είσαι, όσο λίγες ή πολλές κι αν είναι οι γνώσεις σου για το αντικείμενο της έρευνάς του,
όσο λίγο κι αν έχεις ασχοληθεί με το έργο του, να αναφέρεσαι σ’ αυτόν αρκεί να τον θάβεις, να τον βγάζεις ανθέλληνα, ρατσι-
στή, ανίδεο, άσχετο, απατεώνα, πράκτορα ξένων Δυνάμεων, ακόμη και αποδέκτη ρουβλίων. Με λίγα λόγια, ο καθένας στη
χώρα μας έχει το δικαίωμα και την απόλυτη ελευθερία και επιδοκιμασία να τον περιλούζει με όλες τις λεπτές αποχρώσεις κά-
θε κακόηχης λέξης που διαθέτει το πλούσιο ελληνικό λεξιλόγιο. Ένα δικαίωμα δεν έχει: να διαπράξει την ιεροσυλία να μετα-
φράσει έργο του Φαλμεράιερ και, πολύ περισσότερο, να εκφραστεί υπέρ του.
Όταν ο Ρωμανός μετέφρασε το έργο που προαναφέραμε, έπεσαν να τον κατασπαράξουν. “Τι ήθελες και ξέθαψες το πτώ-
μα;”, του είπαν.
Μα, αγαπητοί Φιλισταίοι, εκεί που μας χρωστούσαν μας πήραν και το βόδι; Ζητάτε και τα ρέστα αντί να πείτε ένα “ευχαρι-
στώ”; Εδώ και 172 χρόνια λοιδορείτε και χλευάζετε ανερυθρίαστα το έργο και τις θέσεις του Φαλμεράιερ από την ανέξοδη
θέση του ελληνικού κατεστημένου χωρίς να μπείτε στον κόπο να τον παρουσιάσετε για να κριθεί μπροστά στον ελληνικό λα-
ό. Επιλέξατε να παίζετε σ’ ένα γήπεδο χωρίς αντίπαλο. Αλήθεια, πόση επιστημονική γενναιότητα φανερώνει αυτή σας η στά-
ση;
Το σημείο αυτό είναι το κατάλληλο να αναφέρουμε με λίγα λόγια το χαρακτηριστικό για όσα προαναφέραμε επεισόδιο
Πιττάκη. Ο αρχαιολόγος Κυριάκος Πιττάκης, όταν ο Φαλμεράιερ επισκέφτηκε για πρώτη φορά την Ελλάδα στα τέλη του
1833 (είχε ήδη δημοσιευτεί ο πρώτος τόμος της Ιστορίας της Χερσονήσου του Μοριά) και συγκέντρωνε στοιχεία για τον εξαλ-
βανισμό της Αττικής, προθυμοποιήθηκε να του δείξει το χειρόγραφο κάποιου Χρονικού που υποτίθεται πως είχε ανακαλύψει
στη Μονή των Αγίων Αναργύρων. Σε κάποιο σημείο των χειρογράφων αναφερόταν ότι η Αττική είχε αδειάσει εντελώς από
πληθυσμό επί 400 ολόκληρα χρόνια (ξεκινώντας από τον Ιουστινιανό Α΄). Αυτό το στοιχείο το χρησιμοποίησε ο Φαλμεράιερ
στην Ακαδημαϊκή του Πραγματεία και το θεώρησε ως άμεση επιβεβαίωση της θεωρίας που είχε διατυπώσει στην Ιστορία του
Μοριά κατά το Μεσαίωνα. Μόνο που, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, το κείμενο αυτό ήταν πλαστογραφημένο από τον
ίδιο τον Πιττάκη με σκοπό να εκθέσει τον Φαλμεράιερ ως αδαή! Επρόκειτο για σκόπιμη παραπλάνηση και απατεωνιά πρώ-
του μεγέθους: Τέτοια χειρόγραφα δεν υπήρχαν! Τα 400 χρόνια ήταν μόνο τρία και τα γεγονότα που υποτίθεται πως διαδρα-
ματίστηκαν από τον ΣT΄ αιώνα και δώθε είχαν συμβεί στα τέλη του ΙΘ΄ αιώνα... Τα γεγονότα ο Πιττάκης τα είχε αντλήσει α-
πό την Ιστορία των Αθηνών του Ιωάννη Μπενιζέλου, η οποία εκδόθηκε στην Αθήνα μόλις στα 1986 με προλεγόμενα του δι-
σεγγονού του Ιωάννη Γενναδίου. Τα υποτιθέμενα Αναργύρεια Χειρόγραφα τα δημοσίευσε ο ίδιος ο Πιττάκης μετά από 20
χρόνια στην Αρχαιολογική Εφημερίδα, υποστηρίζοντας πως ο Φαλμεράιερ ήταν αυτός που διέπραξε λαθροχειρία, μετατρέπο-
ντας το τρία σε τετρακόσια αμέσως μετά τη δημοσίευσή τους, τα “χειρόγραφα” εξαφανίστηκαν μυστηριωδώς!*
Ποια ήταν η τύχη του απατεώνα Πιττάκη; Δόξες και τιμές για τον πλαστογράφο! Περίοπτη θέση στο Πάνθεον των ελλή-
νων επιστημόνων! Ο Πιττάκης στον κολοφώνα της δόξας του και ο Φαλμεράιερ στον Καιάδα. Έτσι ανταμείβει η πατρίδα τα
γνήσια τέκνα της...
Μετά απ’ αυτά θα θέλαμε να θέσουμε το ερώτημα: Τι εμπόδισε όλ’ αυτά τα χρόνια όλους αυτούς τους σοφούς που ασχο-
λήθηκαν με την πολεμική κατά του Φαλμεράιερ να θέσουν στην κρίση του λαού και της επιστημονικής κοινότητας ένα έργο
στο οποίο οφείλεται, κατά γενική ομολογία, “η γένεση του ελληνικού ιστορισμού” και η συγκρότηση της “εθνικής” ιστο-
ριογραφίας, με πρωτεργάτη τον Παπαρρηγόπουλο; Και μόνο για λόγους περιέργειας θα άξιζε τον κόπο. Να δούμε τι τέλος
πάντων λέει αυτός ο άνθρωπος, θα έλεγε ένας άνθρωπος του λαού. Μήπως δεν ήξεραν καλά τη γερμανική γλώσσα; Σίγουρα
δεν ισχύει αυτό. Τουλάχιστον τη γνώριζαν και τη γνωρίζουν πολύ καλύτερα από τον υποφαινόμενο, αφού πολλοί απ’ αυτούς
έχουν σπουδάσει ή κάνει μεταπτυχιακά και διδακτορικά στη Γερμανία.
Πώς μπορούσε μέχρι σήμερα ένας άνθρωπος στην Ελλάδα να γνωρίσει το έργο του Φαλμεράιερ, και ειδικά την Ιστορία της
Χερσονήσου του Μοριά κατά το Μεσαίωνα; Ακόμη κι αν μπορούσε να ξεπεράσει το εμπόδιο της γλώσσας, το βιβλίο αυτό δεν
μπορεί να το βρει ούτε καν στην Εθνική Βιβλιοθήκη. Θα έπρεπε λοιπόν να πάει στη Γερμανία και να ψάξει στις εκεί βιβλιο-
θήκες. Απίθανα πράγματα. Ο έλληνας, επομένως, βιβλιόφιλος, αλλά και ο κάθε άνθρωπος, πρακτικά αποκλειόταν από το να
μελετήσει αυτοπροσώπως (και όχι μέσω “μεσαζόντων”) το σπουδαίο αυτό έργο. Έπρεπε να αρκεστεί σ’ αυτά που του πλά-
σαραν οι επί του θέματος “ειδικοί” και ο κάθε άσχετος σοβινιστής.
Γιατί, αλήθεια, τέτοια αποσιώπηση;
Είναι γιατί ο Φαλμεράιερ τινάζει στον αέρα το μύθο πάνω στον οποίο στηρίχτηκαν οι ιδεολογικές βάσεις του ελληνικού
κράτους: Οι σύγχρονοι Έλληνες -λένε- είναι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων.
Και λοιπόν, τι μ’ αυτό; θα μπορούσε να αναρωτηθεί ένας καλοπροαίρετος άνθρωπος. Και οι Ισπανοί είναι απόγονοι των
αρχαίων Ισπανών, οι Γάλλοι των Γαλατών, οι Γερμανοί των αρχαίων Γερμανών, και πάει λέγοντας. Σημαίνει αυτό κάτι το ι-
διαίτερο για το έθνος των Νεοελλήνων;
Βεβαίως, απαντούν οι σοφοί μας. Διότι οι αρχαίοι Έλληνες είναι αυτοί που έθεσαν τις φιλοσοφικές, ιδεολογικές και πολιτι-
κές βάσεις της σύγχρονης δυτικής κοσμοαντίληψης, του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού και της δημοκρατίας. Αφού λοιπόν
εμείς είμαστε οι γνήσιοι απόγονοί τους, άρα η Δύση μας χρωστάει. Αν μη τι άλλο, πρέπει να μας αναγνωρίσει την πολιτιστική
πρωτοκαθεδρία στο σύγχρονο κόσμο. Είμαστε ανώτεροι απ’ αυτούς.
Αυτό το κόμπλεξ ανωτερότητας είναι η ιδεολογική βάση του αντιδυτικισμού, ο οποίος ακόμη και σήμερα ανθεί στη χώρα
μας. Αυτό το σύμπλεγμα συμπυκνώνεται στη λαϊκίστικη έκφραση που ανασύρεται και προβάλλεται κάθε φορά (και είναι πο-
λύ συχνές αυτές οι φορές: βλέπε τα συλλαλητήρια τύπου Νυρεμβέργης την περίοδο έξαρσης του Μακεδονικού) που καλ-
λιεργείται εντέχνως στο λαό η επίπλαστη φοβία ότι κινδυνεύει η ύπαρξη και η ανεξαρτησία της χώρας μας από τους κακούς
Δυτικούς: “Όταν εμείς φτιάχναμε Παρθενώνες, εσείς τρώγατε βελανίδια”.
Την αντίληψη ότι οι Νεοέλληνες είναι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων, αντίληψη η οποία εν πολλοίς καλλιεργούνταν
στους μορφωμένους κύκλους της Ευρώπης της εποχής του, ιδιαίτερα της κλασικιστικής Γερμανίας, επιδίωξε να ανατρέψει το
παρόν έργο του Φαλμεράιερ και, παράλληλα, να θέσει τη συζήτηση για το μέλλον της Ελλάδας και του ελληνικού λαού σε
μια ρεαλιστική βάση. Αυτή η αντίληψη οδηγούσε τους Γερμανούς (φιλελεύθερους και βασιλόφρονες, κυρίως όμως τους
πρώτους), αλλά και τους διανοούμενους των άλλων ευρωπαϊκών χωρών σε μια άκριτη και αβάσιμη υποστήριξη της εξέγερ-
σης που είχε ξεσπάσει το 1821.
Τι πρέσβευε, σε αδρές γραμμές, αυτή η άποψη; Το ’21 υποστηριζόταν όχι στη βάση του αν είναι δίκαιο ή όχι, αν οι στόχοι
που θέτει συμβαδίζουν με την προοπτική της ευρωπαϊκής επανάστασης, ποιες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις εκφράζει
κτλ., αλλά απλά και μόνο στη βάση ότι αυτοί που την κάνουν είναι Έλληνες, είναι οι γνήσιοι απόγονοι των αρχαίων Ελλή-
νων: και μόνο αυτή τους η ιδιότητα δικαίωνε -στα μάτια της πολιτισμένης Ευρώπης- και την επανάστασή τους.
Ο Φαλμεράιερ είχε τη διορατικότητα να δει κάτι που τόνιζαν ιδιαίτερα ο Μαρξ και ο Ένγκελς σε όλη τη διάρκεια του ΙΘ΄
αιώνα: την επέλαση της πιο μαύρης Δύναμης, της αντιδραστικής Ρωσίας, στην Ευρώπη. Οι τσάροι, με πρόσχημα την κοινή
ορθόδοξη πίστη, αυτοπροβάλλονταν στους σκλαβωμένους λαούς, η μεγάλη πλειονότητα των οποίων αποτελούνταν επίσης
από ορθόδοξους, ως οι φυσικοί προστάτες και υποστηρικτές τους. Και, όπου είχαν τη δυνατότητα, έστελναν παντού σ’ αυτές
τις χώρες πράκτορές τους, για να ξεσηκώσουν τους λαούς υποσχόμενοι κάθε είδους βοήθεια.
Στα μάτια λοιπόν του Φαλμεράιερ, όπως άλλωστε και των Μαρξ και Ένγκελς, η φιλελεύθερη Δύση με τον άκριτο φιλελλη-
νισμό της έπαιζε αφελώς και αντικειμενικά το ρώσικο παιχνίδι. Στόχος του ήταν να ανοίξει τα μάτια στη Δύση, να την κάνει
να δει την πραγματικότητα και να πράξει σύμφωνα με τα συμφέροντα των ευρωπαϊκών λαών και της προόδου και όχι σύμ-
φωνα με τα συμφέροντα των τσάρων.
Άλλωστε, ο Φαλμεράιερ δεν ήταν ο άνθρωπος που κλείνεται στους τέσσερις τοίχους του γραφείου του και νοιάζεται μόνο
για τα καπρίτσια της Ιστορίας και του παρελθόντος. Από την πρώτη στιγμή έγινε στόχος των εκκλησιαστικών αρχών της Βα-
βαρίας για τις φιλελεύθερες ιδέες του. Το 1848, μέσα στην επαναστατική θύελλα των καιρών και ενώ είχε ήδη εκλεγεί τακτι-
κός καθηγητής της Ιστορίας στο πανεπιστήμιο του Μονάχου, εκλέχτηκε βουλευτής της Βαβαρίας στην εθνοσυνέλευση της
Φρανκφούρτης και μετά ακολούθησε το “Κολοβό Κοινοβούλιο” στη Στουτγκάρδη. Το αποτέλεσμα της πολιτικής και επι-
στημονικής του δραστηριότητας ήταν να χάσει την πανεπιστημιακή του έδρα και να εκδοθεί ένταλμα σύλληψης εναντίον
του. Για να μη συλληφθεί, αναγκάστηκε να αυτοεξοριστεί στο Σανκτ Γκάλεν της Ελβετίας, απ’ όπου επέστρεψε στο Μόναχο
μετά τη χορήγηση γενικής αμνηστίας το 1850.
Μέχρι εδώ καλά, θα μπορούσε να πει κάποιος. Η πολιτική συντήρηση και αντίδραση είχε ευνόητους λόγους να κρατάει τέ-
τοια στάση απέναντι στον Φαλμεράιερ. Η Αριστερά όμως; Το παλιό ΚΚΕ; Αυτοί δεν έπρεπε να δουν το ζήτημα με άλλα μά-
τια; Δεν είχαν προσέξει την ταυτόσημη μαρξιστική θέση στο ζήτημα που έθετε ο Φαλμεράιερ;
Συγκεκριμένα, στο βιβλίο Κ. Μαρξ - Φρ. Ένγκελς: Η Ελλάδα, η Τουρκία και το Ανατολικό Ζήτημα (μετάφραση-σχόλια του
Παν. Κονδύλη, εκδ. Γνώση, Αθήνα 1985) διαβάζουμε την εξής άποψη του Ένγκελς (1853): “Οι Έλληνες της Τουρκίας είναι
ως επί το πλείστο σλαβικής καταγωγής, όμως υιοθέτησαν την σύγχρονη ελληνική γλώσσα πράγματι, με εξαίρεση λίγες ευγενείς οι-
κογένειες της Κωνσταντινούπολης και της Τραπεζούντας, είναι τώρα γενικά αποδεκτό ότι πολύ λίγο καθαρό ελληνικό αίμα υπάρ-
χει ακόμα και στην Ελλάδα” (σελ. 98).
Την ίδια εποχή, επίσης ο Ένγκελς γράφει: “Είναι αναντίρρητο γεγονός ότι η χερσόνησος που συνήθως ονομάζεται ευρωπαϊ-
κή Τουρκία αποτελεί φυσική κληρονομιά της νοτιοσλαβικής φυλής. Από τα δώδεκα εκατομμύρια των κατοίκων τα εφτά ανήκουν
σε τούτη τη φυλή. Εδώ και δώδεκα αιώνες αυτή κατέχει το έδαφος. Αν εξαιρέσουμε έναν αραιό πληθυσμό, που έχει δεχτεί την ελ-
ληνική γλώσσα, μολονότι στην πραγματικότητα είναι σλαβικής καταγωγής, ως ανταγωνιστές της έχει Τούρκους ή Αρναούτηδες
βαρβάρους, που από καιρό δείχτηκαν να προβάλλουν την πιο φανατική αντίθεση σε κάθε πρόοδο” (στο ίδιο, σελ. 122).
Σε ένα άρθρο του στην εφημερίδα New York Daily Tribune (29 Μαρτίου 1854) ο Μαρξ γράφει: “Στο έργο του
“Orientalische Briefe” ο κ. Fallmerayer περιγράφει πολύ χαριτωμένα πόση κατάπληξη δοκίμασε ένας Έλληνας ιερέας όταν του
διηγήθηκε ότι ο καθολικός κλήρος δεν έχει πολιτική εξουσία ούτε θύραθεν καθήκοντα. “Και πώς τα καταφέρνουν οι καθολικοί
αδελφοί μας να σκοτώνουν την ώρα τους;”, αναφώνησε ο ιερέας” (στο ίδιο, σελ. 296).
Ο μεταφραστής και σχολιαστής αυτού του έργου Παν. Κονδύλης αναφέρει ακόμη ότι οι Μαρξ και Ένγκελς “γνωρίζουν
καλά και υπολήπτονται το έργο του” και παραπέμπει σε δυο επιστολές του Μαρξ στον Ένγκελς (18-1-1856 και 14-3-1863).
Επίσης στο έργο του Ο κ. Φογκτ ο Μαρξ, κριτικάροντας την κατηγορία που απηύθυνε ο Φογκτ στον Λίμπκνεχτ ότι δίνει α-
νταποκρίσεις του στην εφημερίδα Augsburger Allgemeine Zeitung, γράφει: “Η Αλγκ. Τσ., ως γνωστόν, αφήνει να εκφραστούν
οι πιο διαφορετικές απόψεις, τουλάχιστον σε ουδέτερες σφαίρες όπως αυτή της αγγλικής πολιτικής, και επιπλέον στο εξωτερικό
θεωρείται η μοναδική γερμανική φωνή που έχει σπουδαιότητα μεγαλύτερη από την τοπική. Ο Λίμπκνεχτ μπόρεσε, άνετα, να γρά-
ψει τις “Λονδρέζικες Επιστολές” στην ίδια εφημερίδα στην οποία έγραψε ο Χάινε τις Παρισινές και ο Φαλμεράιερ τις Ανατολι-
κές Επιστολές του”.
Στο έργο του Zur Geschichte des Urchristentums (Για την Ιστορία των Πρώτων Χριστιανών), που γράφτηκε στα 1894, ο
Ένγκελς γράφει: “Και ο ίδιος ο Χριστιανισμός, ακόμη και αφότου στη θέση του αιώνια απαράλλαχτου, σκληροτράχηλου θεού
των Ιουδαίων έβαλε τον εσωτερικά διαφοροποιημένο, μυστηριώδη τρισυπόστατο Θεό, μπόρεσε να εκτοπίσει από τις λαϊκές μά-
ζες τη λατρεία των αρχαίων θεών μόνο μέσω της λατρείας των αγίων όπως, σύμφωνα με τον Φαλμεράιερ, η λατρεία του Δία
στην Πελοπόννησο, στη Μάνη, στην Αρκαδία, έσβησε μόλις τον ένατο αιώνα (Ιστορία της Χερσονήσου του Μοριά, τόμος Ι, σελ.
227). Μόνο η σύγχρονη αστική περίοδος και ο Προτεσταντισμός της παραμερίζουν ξανά τους αγίους και παίρνουν, επιτέλους,
στα σοβαρά το διαφοροποιημένο μονοθεϊσμό”.
Από τα δύο πρώτα χωρία γίνεται σαφές ότι οι ιδρυτές του μαρξισμού επικροτούσαν απόλυτα τη βασική θέση που είχε εκ-
φράσει ο Φαλμεράιερ στην Ιστορία της Χερσονήσου του Μοριά, και ειδικότερα στον Πρόλογό του. Από τα υπόλοιπα φαίνεται
πως είχαν σε ιδιαίτερη εκτίμηση συνολικά το έργο του και όχι μόνο το περί ου ο λόγος.
Στη χώρα μας όμως φαίνεται πως ο καθένας κόβει και ράβει το μαρξισμό στα μέτρα του, ή, μάλλον, τον πετσοκόβει
στην προκρούστεια κλίνη και τον παρουσιάζει όπως αυτός θέλει κι όχι όπως πραγματικά είναι. Όταν η άποψή μας έρ-
χεται σε σύγκρουση με την αλήθεια, τόσο το χειρότερο για την αλήθεια, λεει ένα παλιό γνωμικό. Στη χώρα μας φαίνεται πως
ισχύει κάτι παρεμφερές: Όταν ο μαρξισμός έρχεται σε σύγκρουση με τους σύγχρονους ψευτομαρξιστές, τόσο το χειρότερο
γι’ αυτόν στην καλύτερη περίπτωση καμώνονται πως δεν τον είδαν, σφυρίζουν αδιάφορα. Έχουμε συνηθίσει να κάνουμε
τους μαρξιστές εκεί που μας συμφέρει, εκεί που μας βολεύει. Δε χρησιμοποιούμε το μαρξισμό ως εργαλείο ερμηνείας και αλ-
λαγής του κόσμου, αλλά για να δώσουμε στις δικές μας απόψεις και τα ιδεολογήματα ένα “αριστερό” περιτύλιγμα. Ότι δε
συμφωνεί μ’ αυτή τη χρήση του μαρξισμού, είναι καταδικασμένο στα Τάρταρα της αγνόησης ή της διαστρέβλωσης.
Κάτι τέτοιο φαίνεται πως έπαθε και το έργο του Φαλμεράιερ στη χώρα μας, δυστυχώς και από το παλιό ΚΚΕ. Το επανα-
στατικό αυτό κόμμα είχε την ατυχία να μην ξεκαθαρίσει ιδεολογικά και να μην ακολουθήσει τη σαφώς εκφρασμένη θέση
των Μαρξ-Ένγκελς με το ’21 και, συνακόλουθα, με τη Ρωσία. Συνεπώς, η Ρωσία, ανεξάρτητα αν πρόκειται για την παλιά
Ρωσία των τσάρων, είχε παίξει, στα μάτια του παλιού ΚΚΕ, αντικειμενικά τουλάχιστον, προοδευτικό ρόλο υποκινώντας τους
Έλληνες σε εξέγερση κατά της Οθωμανικής Τουρκίας. Αυτή η γραμμή επέβαλλε την αποσιώπηση από το ΚΚΕ και την αρι-
στερή διανόηση του έργου του Φαλμεράιερ, σφοδρού πολέμιου της τσαρικής πολιτικής κατά το ΙΘ΄ αιώνα.
Η σύγχρονη ψευτοαριστερά έχει βρει άλλο πρόσχημα: ο Φαλμεράιερ ήταν ρατσιστής, λένε. Μιλάει πολύ για “αίμα” και
φυσικό καθορισμό της διαφορετικότητας των λαών. Μιλάει για κατώτερους και ανώτερους λαούς, τα βάζει πολύ με τους
Σλάβους και τους Έλληνες και τους θεωρεί βάρβαρους.
Λίγα μόνο λόγια.
Καταρχήν, δεν πρέπει να κρίνουμε τις απόψεις κάποιου σύμφωνα με τη δική μας εποχή, αλλά με τα δεδομένα και το κλίμα
της εποχής την οποία εκφράστηκαν. Γιατί, αν ήταν έτσι, τότε πώς θα έπρεπε να χαρακτηρίσουμε το μεγάλο φιλόσοφο Αρι-
στοτέλη, που πίστευε πως οι δούλοι είναι “εργαλεία που μιλάνε”; Ηλίθιο;
Έπειτα, πρέπει να πάρουμε σοβαρά υπόψη μας ότι, όταν ο Φαλμεράιερ έγραφε τα έργα του, στην Ευρώπη -και ακόμη πε-
ρισσότερο στη Γερμανία- επικρατούσε η άποψη που προαναφέραμε, ότι οι Νεοέλληνες είναι γνήσιοι απόγονοι των αρχαίων
Ελλήνων, και από κει ξεκινώντας ξεδίπλωναν την επιχειρηματολογία τους. Από κει ακριβώς ξεκίνησε και ο Φαλμεράιερ, από
κει θα ξεκινούσε και ο οποιοσδήποτε στη θέση του, προκειμένου να καταδείξει τις πλάνες των συγχρόνων του. Έπρεπε πρώ-
τα να λυθεί το ζήτημα αν είναι ή όχι γνήσιοι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων και μετά να συζητηθούν τα περαιτέρω ζητήμα-
τα υπόλοιπα.
Όπως δείξαμε και προηγουμένως, οι Μαρξ και Ένγκελς συμφωνούσαν με τη βασική θέση του Φαλμεράιερ και θεωρούσαν
αξιόλογο το έργο του. Να πιστέψουμε λοιπόν πως κι αυτοί ήταν ρατσιστές ή, τέλος πάντων, πως συμφωνούσαν με τη βασική
θέση ενός ρατσιστή;
Τέλος, να αναφέρουμε δύο μόνο σημεία από την επιχειρηματολογία του συγγραφέα.
Όπως θα διαπιστώσει ο αναγνώστης, ο Φαλμεράιερ κάνει έναν παραλληλισμό των σλαβικών εποικισμών στην Ελλάδα,
και ιδιαίτερα στην Πελοπόννησο, με τους σλαβικούς εποικισμούς στη δική του χώρα, τη Γερμανία, γράφοντας πως η μισή
Γερμανία είχε πάθει το ίδιο μ’ αυτό που έπαθε η Πελοπόννησος. Θα το έλεγε αυτό ένας ρατσιστής;
Επίσης, ενώ πιστεύει, πράγματι, πως η φύση καθορίζει το ποιόν του ενός ή του άλλου λαού, δεν το θεωρεί αυτό κάτι οριστι-
κά τελειωμένο, και επομένως αδύνατο να αλλάξει στον αιώνα τον άπαντα, αλλά ίσα-ίσα πιστεύει στη δυνατότητα ενός λαού
και γενικά του ανθρώπινου γένους να βελτιωθεί και δίνει, τελικά, μια αισιόδοξη νότα για το μέλλον της ανθρωπότητας: το δί-
κιο στο τέλος θα βγει νικητής στην πάλη με την αδικία.
Δε νομίζουμε πως ένας ρατσιστής πρεσβεύει τέτοιες ιδέες.
Σ’ ό,τι αφορά την ταπεινότητά μου, κατανοώ πως η μετάφραση που έχω κάνει δεν είναι και η καλύτερη δυνατή (το λέω
κομψά). Ίσως ελαφρύνει τη θέση μου η δυσκολία που παρουσιάζει το κείμενό του, καθώς δεν πρόκειται για τη σύγχρονη γερ-
μανική γλώσσα, αλλά για γερμανικά του 1830, και μάλιστα από ένα συγγραφέα που θεωρείται στυλίστας στα γερμανικά και
το ύφος της γραφής του κάθε άλλο παρά ανάλαφρο είναι. Γι’ αυτό και, όπως θα παρατηρήσει ο προσεκτικός αναγνώστης,
στη μετάφραση διατήρησα εκούσια ένα ύφος πιο “καθαρευουσιάνικο” από τη δημοτική των ημερών μας, γιατί πιστεύω πως
αποδίδει πιο πιστά το πνεύμα του πρωτότυπου.
Παρ’ όλ’ αυτά, ζητώ εκ των προτέρων συγγνώμη από τους αναγνώστες για τα λάθη που σίγουρα θα έχω κάνει, ιδίως στα
τοπωνύμια. Προτίμησα ωστόσο να βγει έστω και με αρκετά λάθη η μετάφραση παρά να μη βγει ποτέ. Το βασικό έργο του
Φαλμεράιερ άξιζε να δει το φως του αττικού ουρανού. Ενός ουρανού τον οποίο τόσο πολύ αγάπησε, για να μην πω λάτρεψε,
και μαζί του το λαό που γεννήθηκε κάτω απ’ αυτό το λαμπερό φως, τους αρχαίους Έλληνες. Γιατί, μη σας φανεί παράξενο, α-
ντίθετα απ’ ό,τι λένε συνήθως οι επικριτές του ο Φαλμεράιερ ήταν λάτρης της ελληνικής αρχαιότητας και των πιο φωτεινών
στιγμών του αρχαίου ελληνικού πνεύματος.
Ένα τεχνικό ζήτημα τώρα: Οι υποσημειώσεις, στο τέλος της κάθε σελίδας, με τους αστερίσκους είναι του συγγραφέα, ενώ
αυτές με τους αριθμούς παραπέμπουν στο τέλος του κειμένου και είναι του μεταφραστή.
Η μετάφραση έγινε από την πρωτότυπη έκδοση του 1830. Θα ήθελα να ευχαριστήσω γι’ αυτό τη Βιβλιοθήκη του Πανεπι-
στημίου του Τίμπινγκεν, που έχει τη διάθεση, τον τρόπο και την κατάλληλη οργάνωση να περιβάλλει με αγάπη τους φιλομα-
θείς και εμπιστεύεται ακόμη και τα πιο παλιά και πολύτιμα βιβλία στα χέρια τους.
Τέλος, θα ήθελα να εκφράσω τη βαθιά μου ευγνωμοσύνη στις φίλες και τους φίλους που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο με
βοήθησαν σ’ αυτό το επίπονο έργο και έκφρασαν την επιθυμία να μείνουν αφανείς. Η αρωγή τους μου ήταν πολύτιμη.

Αθήνα, 26 Απριλίου 2002

 
Αρχή Σελίδας
 
Αρχική Σελίδα   |   Νέα Ανατολή   |   Αρχείο   |   Επικοινωνία