Ο τόμος που κρατάει στα χέρια του
ο αναγνώστης είναι ο πρώτος ενός δίτομου βιβλίου που έχει
χαράξει όσο κανένα άλλο την εικόνα που έχει το νεοελληνικό έθνος
για τον εαυτό του.
Η μεγάλη του αξία βρίσκεται στο ότι αυτή την εικόνα την έχει χαράξει
αρνητικά, δηλαδή ένα ο-
λόκληρο έθνος αναγνωρίζει τον εαυτό του μόνο σε σύγκρουση μ’ αυτό
το βιβλίο. Ολόκληρη σχε-
δόν η διανόησή του 170 χρόνια μετά τη συγγραφή αυτού του βιβλίου
αισθάνεται την υποχρέωση
να το ανατρέπει. Ο καθένας έχει και έναν κακό λόγο να πει και μια
πέτρα να ρίξει. Μια ρεαλιστι-
κή ελπίδα για μια πανεπιστημιακή έδρα στις ιστορικές και φιλολογικές
σπουδές ή μια καλή κρα-
τική θέση στο χώρο του πολιτισμού προϋποθέτει κάποια συνεισφορά,
έστω μικρή, έστω διακριτι-
κή, έστω για μια στιγμή μιας καριέρας σ’ αυτή τη μακρόχρονη πανεθνική
υποχρέωση.
Αν το έργο δεν καταδικαστεί “από τα δεξιά” ως ανθελληνικό, θα πρέπει
να καταδικαστεί “από
τ’ αριστερά” για ρατσιστική παρέκκλιση και για υποκειμενισμό. Αλλά
μπορεί να καταδικαστεί
και πιο ευρηματικά, πιο “ουδέτερα”, σαν έργο που αφορά μόνο τη μελέτη
του συγγραφέα και της
εποχής του και όχι την εποχή για την οποία γράφει ο συγγραφέας,
κοντολογίς σαν ανύπαρκτο.
Αυτή η διηνεκής δίκη και καταδίκη του έργου θα μπορούσε να είναι
δημιουργική, αν ήταν έντι-
μη. Και θα ήταν έντιμη, αν δε γινόταν κεκλεισμένων των θυρών και
με τον κατηγορούμενο αιω-
νίως απόντα. Το οικοδόμημα που στήθηκε ενάντια σ’ αυτό το βιβλίο,
οικοδόμημα που μπορεί να
συμπυκνωθεί στη φράση “δια-χρονική πολιτιστική συνέχεια του ελληνισμού”,
στερείται πνευμα-
τικής νομιμότητας.
Λέγοντας αυτό εννοούμε ότι για 170 ολόκληρα χρόνια αυτό το βιβλίο
είναι άγνωστο όχι μόνο
στο πλατύ κοινό, αλλά και στους περισσότερους ειδικούς.
Και είναι άγνωστο γιατί έμεινε ουσιαστικά αμετάφραστο. Με μια ηρωική
προσπάθεια μεταφρά-
στηκε πριν από δυο δεκαετίες μόνο μια συνοπτική επιχειρηματολογία
του Φαλμεράιερ σε απά-
ντηση των επιθέσεων που δέχτηκε αυτός ο τόμος όταν πρωτοεκδόθηκε.
Πρόκειται για το έργο
Περί της Καταγωγής των Σημερινών Ελλήνων.
Λέμε ηρωική, γιατί ο μεταφραστής αντιμετωπίστηκε περιφρονητικά από
τους επίσημους ακα-
δημαϊκούς κύκλους και -το χειρότερο- κατηγορήθηκε ως ύποπτος για
υποστήριξη του Φ., δηλαδή
για “ανθελληνισμό”, οπότε αποθαρρύνθηκε κάθε νέα απόπειρα για τη
μετάφραση του βασικού
έργου. Έτσι, συνέχισε να μένει καταχωνιασμένο σε λίγα αντίτυπα γραμμένα
στη γοτθική γραφή
σε μερικές πανεπιστημιακές βιβλιοθήκες της Γερμανίας. Οι λίγοι από
τους έλληνες επικριτές του
που το έχουν μελετήσει έχουν αρνηθεί να μοιραστούν την ανάγνωσή
του με το λαό τους. Έχουν
συμπεριφερθεί σαν εκπρόσωποι μιας καθυστερημένης μάζας που δεν πρέπει
να ξέρει, γιατί αν
μάθει ίσως παρασυρθεί. Έτσι μόνο ειδικοί, εμβολιασμένοι με κρατικά
έξοδα από το μικρόβιο της
επιστημονικής αμφιβολίας, έχουν το δικαίωμα να πλησιάζουν “το τέρας”,
να το περιεργάζονται
και ύστερα να γυρίζουν προς το πλήθος που στέκεται στις ρίζες του
βουνού και να του λένε: “Ο
Φαλμεράιερ είναι πάντα νεκρός. Μπορείτε να είστε περήφανοι για την
καταγωγή και την κουλτούρα
σας”.
Αυτή η μυστική τελετή, που επαναλαμβάνεται κάθε τόσο για πάνω από
ενάμιση αιώνα, συντη-
ρεί τεχνητά την αυτοπεποίθηση ενός λαού, αλλά σημαίνει το τέλος
κάθε πραγματικής επιστήμης
της Ιστορίας σ’ αυτή τη χώρα. Γιατί η επιστήμη, ειδικά η ιστορική,
είναι πρώτ’ απ’ όλα δημοκρα-
τική. Θέλει το άπλετο φως, την αβίαστη επικοινωνία και, πάνω απ’
όλα, την πιο πλατιά συμμετο-
χή όλων των ανήσυχων για τα κοινωνικά και ιστορικά ζητήματα ανθρώπων
και όλων των ειδι-
κών στην έτσι κι αλλιώς ανελέητη επιστημονική διαμάχη, διαμάχη που
έχει ένα μοναδικό όρο:
την ισότητα των όπλων. Αν σε ένα τόσο κεντρικό θεωρητικό και πρακτικό
ζήτημα όσο η ιστορι-
κή γέννηση αυτού του έθνους επικρατεί η επιστημονική ανεντιμότητα,
η δειλία και η αντιδημο-
κρατία, πώς μπορεί να μην έχει δηλητηριαστεί η ατμόσφαιρα παντού
στις ανθρωπιστικές επιστή-
μες; Πώς είναι δυνατόν, αν δεν έχει δοθεί η ιδεολογική πάλη στο
κεντρικό ζήτημα, να έχει δοθεί
στα πιο περιφερειακά και στα πιο επιμέρους;
Αλλά η υπεραιώνια φίμωση του Φαλμεράιερ δεν είναι ένα σκάνδαλο που
αφορά μόνο τους επι-
στημονικούς κύκλους και την ιστορική επιστήμη στην Ελλάδα. Μάλιστα
δεν αφορά κυρίως αυ-
τούς, αφού δεν οφείλεται σ’ αυτούς. Εδώ απλά το σκάνδαλο εκδηλώνεται
με τον πιο ακραίο και
χαρακτηριστικό τρόπο, όμως η πηγή του βρίσκεται στις ηγεμονικές
εσωτερικές και διεθνείς πολι-
τικές δυνάμεις που σφράγισαν τη διαμόρφωση και την κατοπινή εξέλιξη
του νεοελληνικού κρά-
τους. Η ιστορική επιστήμη στην Ελλάδα, όσο μπόρεσε να υπάρξει σαν
τέτοια, είτε στάθηκε
σκλάβα της κρατικής πολιτικής, όπως έγινε με το ακαδημαϊκό της σκέλος,
είτε υποτάχτηκε στις
αλυσίδες της προκατάληψης τις οποίες χάλκευσε για όλο το έθνος η
κρατική ιστοριογραφία και
οι οποίες, τελικά, έκαναν σχεδόν αδύνατο ακόμα και στους πιο φωτισμένους
ανθρώπους το να
δραπετεύσουν από το σκληρό της πυρήνα.
Το ζήτημα λοιπόν είναι: πού βρίσκεται αυτός ο σκληρός πυρήνας; Ή,
αλλιώς, σε ποιο σημείο η
κρατική ιστοριογραφία αισθάνθηκε τόσο αδύναμη και τρωτή απέναντί
του; Ποια συλλογική ενο-
χή τη βαραίνει, για να κρατάει τον αντίπαλό της σ’ ένα υπόγειο για
κοντά δυο αιώνες; Δεν μπορεί
να υπάρξει ποτέ μια τόσο συλλογική συνομωσία, ούτε θα μπορούσε να
κρατήσει τόσο πολύ.
Πρέπει να πρόκειται για κάτι ιδεολογικά πολύ βαθύ, τελικά για κάτι
πολύ υλικό και, πιο συγκε-
κριμένα, για ένα διαρκώς ανανεούμενο υλικό συμφέρον των τάξεων που
έχουν την κρατική εξου-
σία σ’ αυτήν εδώ τη χώρα.
Μια απάντηση σε πρώτο επίπεδο είναι ότι ο Φαλμεράιερ αρνείται στο
νεοελληνικό έθνος το η-
θικό δικαίωμα να θεωρεί τον εαυτό του απόγονο και κληρονόμο των
αρχαίων Ελλήνων, δηλαδή
ενός πολύ μεγάλου λαού.
Πραγματικά, το έργο του Φαλμεράιερ δεν αφήνει περιθώρια όχι μόνο
στην πιο άμεση, στην πιο
συναισθηματικά και ιδεολογικά ανυπόληπτη εκδοχή της ιστορικής συνέχειας,
που είναι η φυλετι-
κή συνέχεια, δηλαδή η εξ αίματος, αλλά ούτε και στην πιο αφηρημένη,
την ιδεολογικά λιγότερο
στιγματισμένη εκδοχή της συνέχειας, που είναι η πολιτιστική.
Στο δίτομο αυτό έργο του ο Φαλμεράιερ καταπιάνεται με το να αποδείξει
ότι έπαψαν ολότελα
να ζουν στα χώματα όπου κάποτε είχαν μεγαλουργήσει τα αρχαιοελληνικά
φύλα, ότι αυτά υπέ-
στησαν φυσική εξόντωση από αλλεπάλληλα κύματα νομαδικών λαών και
ότι στο τέλος μιας πε-
ριόδου 10 αιώνων είχαν εγκατασταθεί εδώ σλάβοι, αλβανοί και μεταφερμένοι
από τη Μικρασία
ελληνόφωνοι βυζαντινοί πληθυσμοί. Αυτή η θεμελιακή φυλετική ανατροπή
στάθηκε και στέκε-
ται ολοένα και πιο δύσκολο να αμφισβητηθεί σοβαρά. Οι βασικοί αντίπαλοι
του Φαλμεράιερ
Zinkeisen, Kopitar και Παπαρρηγόπουλος επιχειρούν την αναίρεσή του
κυρίως στο επίπεδο της
ερμηνείας των ελάχιστων γι’ αυτή τη σκοτεινή περίοδο του ελληνικού
Μεσαίωνα ιστορικών πη-
γών, αλλά έμειναν πάντα ανίκανοι να απαντήσουν πειστικά στο πιο
ζωντανό και συγκεκριμένο
του επιχείρημα, που είναι τα σχεδόν αποκλειστικά σλάβικα και αλβανικά
τοπωνύμια, ιδιαίτερα
τα μικροτοπωνύμια του ελληνικού γεωγραφικού χώρου. Για να λύσει
αυτό το πρόβλημα, το ελ-
ληνικό κράτος ανέπτυξε την “επιστήμη” της παραετυμολογίας, δηλαδή
διέφθειρε την ιστορική
γλωσσολογία και, για μεγαλύτερη(αποτελεσματικότητα) αποτελεσματικότητα,
άλλαξε με τη βοή-
θεια των εθνολόγων του όλα τα βασικά τοπωνύμια της χώρας. Αλλά με
τέτοια τεχνάσματα ησυ-
χάζει μόνο η μέση ντόπια συνείδηση και όχι οι ειδικοί. Έτσι, η ελληνική
κρατική ιδεολογία έχει
βρει σαν το ύστατο κρησφύγετό της τη συνέχεια του πολιτισμού, στον
πυρήνα της οποίας ορθώ-
νεται το επιχείρημα της συνέχειας της ελληνικής γλώσσας.
Για τον Φαλμεράιερ η νέα ελληνική γλώσσα είναι η γλώσσα που δίδαξε
η βυζαντινή διοίκηση
στους νέους πληθυσμούς μέσω της ορθόδοξης εκκλησίας και των μεταφερμένων
ελληνόφωνων
βυζαντινών πληθυσμών. Η ορθόδοξη εκκλησία συνέχισε να παίζει ηγεμονικό
ρόλο στα ζητήματα
της κουλτούρας και στα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας. Όμως σε
κάθε περίοδο, απέδειξε ο
Φ., η κουλτούρα του Βυζαντίου και της βυζαντινής ορθόδοξης εκκλησίας
όχι μόνο δεν αποτέλε-
σε συνέχεια της αρχαίας ελληνικής, αλλά την τέλεια άρνησή της, μάλιστα
την πιο ενεργητική της
άρνηση, καθώς σήμαινε το ξερίζωμα με τη φωτιά και το σίδερο και
με μια ατελείωτη βία και κα-
ταναγκασμό κάθε αρχαίας ελληνικής επιβίωσης στο χώρο της χερσονήσου.
Ήταν μάλιστα το Βυ-
ζάντιο που διάλεξε συνειδητά να χρησιμοποιήσει τους εκχριστιανισμένους
βαρβάρους προκειμέ-
νου να διεκπεραιώσει αυτό το θεάρεστο έργο. Το πόσο λίγο άλλωστε
η ίδια ή η συγγενής γλώσσα
μπορεί να ισοδυναμεί με ταύτιση ή συγγένεια στη γενική κουλτούρα
το δείχνουν οι πελώριες πο-
λιτιστικές διαφορές ξεχωριστών λαών που μιλούν την ίδια γλώσσα (όπως
σήμερα την αγγλική ή
τη γαλλική, που τη μιλούν ως κύρια γλώσσα τους μια σειρά αποικιοκρατούμενων
ως χθες λαών
της Αφρικής).
Όμως η αληθινή υπεροχή του Φ. απέναντι στους αντιπάλους του δε βρίσκεται
στα επιμέρους
μέτωπα της διένεξης με αυτούςΧ βρίσκεται στην πειστικότητα της πρωτότυπης,
μεγαλειώδους
και συγκροτημένης σύνθεσης των ξεχωριστών ιστορικών, εθνολογικών
και πολιτιστικών δεδομέ-
νων της επιστημονικής του έρευνας. Αλλά αυτή η σύνθεση υπάρχει ολοκληρωμένα
μόνο σ’ αυτό
εδώ το βιβλίο και η δύναμή της μπορεί να γίνει φανερή μόνο σ’ εκείνον
που θα το διαβάσει. Μό-
νο μελετώντας αυτό το έργο μπορεί κανείς να κατανοήσει το βάρος
των πληγμάτων που δέχεται
ένας μύθος στον οποίο έχουν γαλουχηθεί όλοι οι σύγχρονοι Έλληνες
και, κατά συνέπεια, να εξη-
γήσει την ψυχολογική τουλάχιστον πίεση που θα δεχτούν “αντιφρονούντες”
μεταφραστές και εκ-
δότες που θα τολμήσουν να δώσουν φωνή στον Φαλμεράιερ.
Όμως αυτή η δύναμη του κειμένου από μόνη της δεν εξηγεί γιατί εμφανίστηκαν
ως τώρα τόσο
λίγοι ή ήταν ανύπαρκτοι οι “αντιφρονούντες”, γιατί τόση υποταγή,
γιατί αυτή η υπεραιωνόβια
δυστοκία στη μετάφραση και έκδοση ενός τόσο χαρακτηριστικού έργου.
Μήπως δεν υπήρξαν χι-
λιάδες άνθρωποι σ’ αυτή τη χώρα που ύψωσαν με τόλμη τη δικιά τους
μειοψηφική θέση ενάντια
στην κυρίαρχη κρατική ιδεολογική και πολιτική γραμμή; Μήπως δεν
έφτασαν να ανέβουν -έσχα-
τη συνέπεια- στο εκτελεστικό απόσπασμα, επειδή στα λόγια και στην
πράξη καταδίκασαν τον ελ-
ληνικό σοβινισμό και επεκτατισμό, ιδιαίτερα στο ζήτημα των δικαιωμάτων
της μακεδονικής ε-
θνικής μειονότητας; Δεν υπήρξαν σ’ αυτή τη χώρα πάντα υπέροχα ευγενικοί
άνθρωποι, απόλυτα
αφοσιωμένοι στην υπόθεση της αλήθειας; Στο κάτω-κάτω, δεν ήταν μια
σειρά επαναστατών της
γενιάς του μεσοπολέμου, κυρίως ενός κόμματος που ανδρώθηκε εκεί,
του προλεταριακού τότε
ΚΚΕ, που υποστήριξαν με σθένος ότι η πηγή της διαμόρφωσης του νέου
ελληνικού έθνους δε
βρίσκεται στην αρχαία Ελλάδα, αλλά στα χρόνια του Βυζαντίου, δίνοντας
έτσι ένα πρώτο
πλήγμα στη θεωρία της “Συνέχειας”;
Μπορεί μερικοί να σκεφτούν ότι ο μύθος της “Συνέχειας” είναι χρήσιμος,
όπως όλες οι ταυτί-
σεις με κάποιο ανώτερο πρότυπο, και είναι γεγονός ότι όλοι οι λαοί
είχαν πάντα τους δικούς τους
ανυψωτικούς μύθους και ότι με τον ίδιο τρόπο συμπεριφέρθηκε κάθε
σύγχρονο έθνος. Όπως ένας
άνθρωπος στα παιδικά του χρόνια και στην εφηβεία του πρέπει οπωσδήποτε
να δει στους γονείς
του κάποιο μεγαλείο, είτε το έχουν είτε όχι, έτσι μπορεί να του
κάνει καλό και η ψευδαίσθηση
μιας ηρωικής καταγωγής που αυτοί περήφανα του αποκαλύπτουν. Όμως
ένας άνθρωπος, όπως
και ένα έθνος, δε θα ωριμάσει ποτέ αν δεν κάνει κριτική στους προγόνους
του και δεν τους δει ό-
πως είναι και αν, τελικά, δεν ξεσκίσει τους ψεύτικους τίτλους και
τις ψευδαισθήσεις που κουβα-
λάνε στα σεντούκια τους για να δανείζονται λίγη από την αξία που
τους λείπει.
Έτσι, το αληθινό ερώτημα μετατίθεται στο εξής: Γιατί αυτό εδώ το
έθνος δεν έχει ωριμάσει α-
κόμα, 170 χρόνια μετά από τότε που έστησε το κράτος του; Ή, με ταξικούς
όρους, γιατί η γέρικη
πια αστική του τάξη μένει ξεμωραμένη; Κι ακόμα πιο βαθιά: Γιατί
το εθνικό προλεταριάτο δεν έ-
χει καταφέρει ακόμα από τότε που εμφανίστηκε, εδώ κι έναν αιώνα,
να κατεδαφίσει τις αυτα-
πάτες της, για να γίνει ο ώριμος κληρονόμος της; Τι ελάττωμα κουβαλάει
απ’ αυτήν;
Η αιτία για τα κακά γερατειά πρέπει να αποδοθεί στην κακή νιότη
ή, καλύτερα, στη στραβή
γέννα της ελληνικής αστικής τάξης. Κι αυτή η γέννα είναι άρρηκτα
δεμένη με τη συγκεκριμένη
αυταπάτη της “Συνέχειας”. Όσο για τον Φαλμεράιερ, αυτός ήταν εκεί
λίγο μετά τη γέννα, και μά-
λιστα αρκετά ώριμος για να παρατηρήσει και να διαπιστώσει τις επιπλοκές
της. Το έγκλημά του
είναι ότι είπε φωναχτά αυτό που είδε.
Μιλάμε για τη γέννηση του νεοελληνικού κράτους.
To κράτος που βγήκε μέσα από το ‘21 δεν ήταν κράτος της ελληνικής
αστικής τάξης, ούτε καν
το κράτος μιας οποιασδήποτε ντόπιας κυρίαρχης τάξης. Ήταν απλά αυτό
που ο Μάρξ ονόμασε
“κράτος-φάντασμα”. Αυτό δεν ήταν ένα εθνικό κράτος, ούτε καν ένα
απολυταρχικό κράτος του
τέλους της φεουδαρχικής εποχής. Ήταν ένα προτεκτοράτο ξένων μεγάλων
δυνάμεων, στο οποίο
ηγεμόνευε η μία, και μάλιστα η χειρότερη από όλες, η τσαρική Ρωσία.
Το καποδιστριακό και ο-
θωνικό κράτος, όπως και το ίδιο το ‘21 που το γέννησε, ήταν προϊόν
της διπλωματίας της ρώσι-
κης φεουδαρχίας και όχι της ευρωπαϊκής αστικής δημοκρατίας, ήταν
δηλαδή προϊόν του κέντρου
της διεθνούς αντεπανάστασης της εποχής. Το ‘21 δηλαδή, ως εσωτερική
διεργασία, αποδείχτηκε
ολότελα ανίκανο για οποιαδήποτε ανεξάρτητη γέννηση κράτους. Η ιστορική
αιτία γι’ αυτό βρί-
σκεται στο ότι δεν είχε ως τότε προλάβει να αναπτυχθεί μια κάπως
ισχυρή ντόπια αστική τάξη ι-
κανή να σύρει πίσω της το έθνος σε έναν πραγματικό αγώνα ανεξαρτησίας.
Η ανεξάρτητη ύπαρ-
ξη αυτού του κράτους από το σουλτάνο απαιτούσε, κατά συνέπεια, την
ακόμη πιο ανυπόφορη ε-
ξάρτησή του από τον τσάρο. Αυτός, βαδίζοντας με το στρατό του στην
Αδριανούπολη και ναυ-
μαχώντας με τον τουρκοαιγυπτιακό στόλο στο Ναυαρίνο σε συνεργασία
με τους ευρωπαϊκούς
στόλους, παρέδωσε αρχικά το νεαρό κράτος στους πράκτορές του Καποδίστρια
και Κολοκοτρώ-
νη υπό την εποπτεία του ρώσου ναύαρχου Ρίκορντ και στη συνέχεια,
μετά τις δραστήριες εσωτε-
ρικές και εξωτερικές αντιστάσεις, παρέδωσε ένα μέρος της εξουσίας
του στην φιλική του αντι-
δραστική αυλή της Βαυαρίας. Γι’ αυτό το λόγο το νέο κράτος, λίγο
μετά τη συγκρότησή του, είχε
απέναντί του και την ευρωπαϊκή αστική επανάσταση και το διεθνές
επαναστατικό προλεταριάτο,
που τότε έκανε τα πρώτα του βήματαΧ δηλαδή είχε απέναντί του τόσο
τον Φαλμεράιερ όσο και
τον Μάρξ, που ταυτίζονταν στην ίδια πολιτική αντίληψη για το Ανατολικό
Ζήτημα και για το κα-
ποδιστριακό-οθωνικό κράτος. Αυτή η αντίληψη συνοψιζόταν στην αναγνώριση
της τσαρικής Ρω-
σίας ως του κύριου εχθρού της ευρωπαϊκής δημοκρατικής επανάστασης
και κάθε ευρωπαϊκής
προόδου.
Το νεοελληνικό λοιπόν κράτος ιδρύθηκε στηριγμένο στην απάτη της
“Συνέχειας”. Η “Συνέ-
χεια” δεν ήταν ένας εσωτερικός υλικός όρος για την ύπαρξή του, δεν
ήταν δηλαδή μια ιδεολογική
απαίτηση κάποιας νεαρής ελληνικής αστικής τάξης που ζητούσε αυτοπεποίθηση
στα πρώτα της
βήματα, δεν ήταν καν απαίτηση της εσωτερικής αντίδρασης. Ήταν το
προπαγανδιστικό εργαλείο
με το οποίο ο τσαρισμός έσυρε πίσω του την αστική Ευρώπη για να
οικοδομήσει ένα προγεφύ-
ρωμα στο νότο. Επρόκειτο στην ουσία για τη χρήση του πνεύματος του
Διαφωτισμού για λογα-
ριασμό του Μεσαίωνα με τη μορφή: “η αρχαία Ελλάδα θέλει να απελευθερωθεί
από τη βάρβαρη
Τουρκία .Βοηθείστε την”. Αρχικά λοιπόν δεν επρόκειτο για μια ψευδαίσθηση
για εσωτερική ελ-
ληνική χρήση. Ο ελληνικός λαός έμαθε κυρίως από τους Δυτικούς ότι
είναι ένας σπουδαίος από-
γονος σπουδαίων προγόνων. Γι’ αυτό και ο Φαλμεράιερ εξοργίζεται
κυρίως με τους Δυτικούς -
και μάλιστα με τους αντιδραστικούς κλασικιστές της βαυαρικής αυλής,
τους οποίους, σα συνει-
δητός μαχητής της δημοκρατίας που ήταν, πολέμησε ως το τέλος και
τον πολέμησαν κι αυτοί με
μεγαλύτερο πάθος- γι’ αυτή τους την αυταπάτη και όχι με την ελληνική
άρχουσα τάξη. Όμως ό-
λος ο λαός και η κατοπινή εύθραυστη αστική τάξη θα διαφθαρούν όταν
διαπιστώσουν ότι αυτή η
“Συνέχεια” μπορεί να μετατραπεί σε ζεστό χρήμα χάρη στα ξένα, ιδίως
τα αγγλικά, κρατικά
δάνεια, σε υπέροχα νέα εδάφη χάρη στα ξένα όπλα (ιδιαίτερα μετά
τα μέσα του 19ου αιώνα) και
σε γλυκιά κρατική εξουσία χάρη στην ξένη πολιτική προστασία.
Το ζήτημα είναι ότι από δω και μπρος κάθε κρατική ύπαρξη στην Ελλάδα
θα έπρεπε να στηρι-
χθεί στη “Συνέχεια”. Αφού μάλιστα ένα ασήμαντο κι αδύναμο κράτος-φάντασμα
μπορούσε, χά-
ρη στη “Συνέχεια”, να σταθεί απέναντι στο σουλτάνο, μπορούσε επίσης
χάρη σ’ αυτήν και να ε-
πεκταθεί. Έτσι γεννήθηκε και ρίζωσε αναπόφευκτα η Μεγάλη Ιδέα σαν
μια άμεση υλική εφαρμο-
γή της ιδέας της “Συνέχειας”. Μ’ αυτήν ο υποτιθέμενος κληρονόμος
της αρχαίας Ελλάδας, και
κυρίως του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, διεκδικούσε κρατική κυριαρχία
σε όλα τα εδάφη στα
οποία κάποτε έζησαν είτε Έλληνες, είτε λαοί που έμαθαν τα ελληνικά
από τους αρχαίους Μακε-
δόνες. Έτσι, το μάξιμουμ πρόγραμμα της ελληνικής αρρώστιας έφτανε
-ως γελοιότητα- μέχρι τον
Ευφράτη, ενώ το μίνιμουμ πραγματοποιήθηκε με την κατάκτηση εδαφών
της αρχαίας Μακεδονί-
ας, στην οποία ακριβώς γι’ αυτό το λόγο βρίσκεται και η “ψυχή” του
σύγχρονου ξεμωραμένου
έλληνα αστού. Έτσι, όταν αργότερα μέσα στο κέλυφος αυτού του κράτους
άρχισε να εκπροσω-
πείται κοινωνικά και πολιτικά η ελληνική εμποροβιομηχανική αστική
τάξη και να συμμετέχει
στη λεία, υποτάχτηκε στο γεγονός ότι κάθε εξουσία σ’ αυτό το κράτος
-που ποτέ δεν έγινε δικό
της, αλλά έμεινε κύρια κράτος των κάθε φορά μεγάλων διεθνών δυνάμεων
και της κομπραδόρι-
κης κομματικής, γραφειοκρατικής και πλουτοκρατικής αστικής τάξης-
μπορούσε να υπάρξει μό-
νο χάρη στην έγκριση, προστασία και επέμβαση της μιας ή της άλλης
μεγάλης δύναμης. Η
εθνική ανεξαρτησία έμενε πάντα να σημαίνει για την αστική τάξη ανεξάρτητη
επιλογή του κα-
τάλληλου προστάτη. Το ζήτημα ήταν με ποιον προστάτη πρέπει να βαδίσει
το έθνος για μια νέα
επέκταση ή για μια κατοχύρωση των κεκτημένων, ποιανού θα γίνει μισθοφόρος
και σε ποια τιμή.
Οι εμφύλιοι πόλεμοι των αστών, οι διασπάσεις της αστικής τάξης και
τα πραξικοπήματα στην
Ελλάδα πρώτα και κύρια αυτό το ζήτημα έλυναν και λύνουν. Για τις
μεγάλες δυνάμεις, ιδιαίτερα
τις πιο επιθετικές, το ζήτημα ήταν, αντίστοιχα, με ποια εδαφικά
ανταλλάγματα θα αξιοποιηθεί ε-
πιθετικά ή θα κατευναστεί το μισθοφορικό ελληνικό κράτος-πίτμπουλ.
Συνηθίζουν να λένε ότι η Μεγάλη Ιδέα πέθανε το ‘22. Όμως τότε πέθανε
μόνο σαν επίσημο πο-
λιτικό πρόγραμμα του ελληνικού κράτουςΧ δεν πέθανε σαν ιδεολογία
και πολιτική της επέκτα-
σης, και ακόμα περισσότερο δεν πέθανε σαν κρατική ιδεολογία και
πολιτική της “Συνέχειας”. Α-
πλά, η Μεγάλη Ιδέα προσαρμόστηκε στις νέες συνθήκες, όπου τα γειτονικά
κράτη έχουν σχημα-
τιστεί και μια νέα μεγάλης κλίμακας επέκταση είναι πρακτικά αδύνατη.
Σε τέτοιες συνθήκες η ε-
πέκταση συσπειρώνει με την ίδια ένταση όλο το έθνος για την κατάκτηση
ενός πολύ πιο μικρού
νέου εδάφους όσο, για παράδειγμα, η Κύπρος. Και αν η Κύπρος χαθεί
ως έδαφος, και πάλι η
σκιά της “Ένωσης”, δηλαδή της προσάρτησής της, αρκεί για να τη διατηρήσει
ως “ύψιστο εθνικό
ζήτημα”, χαράζοντας για πάνω από μισό αιώνα τους διεθνείς προσανατολισμούς
της χώρας και,
τελικά, την εσωτερική της πολιτική. Αλλά και αν δεν είναι η Κύπρος
εθνικό όνειρο, μπορεί να γί-
νουν μερικά τετραγωνικά μέτρα βραχονησίδων ή μερικά τετραγωνικά
μίλια βυθού ή θάλασσας.
Η Μεγάλη Ιδέα μπορεί, ακόμα, να μετεμψυχωθεί σε μια ξαφνική απαίτηση
να αλλάξει το όνομά
της μια γειτονική χώρα ή να αναγνωριστούν τα δικαιώματα των ελληνικών
μειονοτήτων σε μια
άλλη ή να επιστραφούν μάρμαρα από τα μουσεία όλου του πλανήτη. Και
όσο μικραίνει το εδαφι-
κό και πρακτικό της βάρος, τόσο πιο παθιασμένη και υστερική γίνεται
κάθε μεταμόρφωσή της.
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις η σημαία κάθε νέας διεκδίκησης είναι
η “Συνέχεια”. Αλλά η “Συ-
νέχεια” δεν είναι μόνο επέκταση, είναι και χρήμα, είναι διεθνής
αναγνώριση και οικονομικές
σχέσεις με τους ισχυρούς, είναι ολυμπιάδες και άλλα έσοδα τέτοιου
τύπου.
Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο η “Συνέχεια” είναι μια αιώνια γαιοπρόσοδος
σε εξουσία και σε
χρήμα για ολόκληρο το έθνος. Είναι μια “γαιοπρόσοδος από την Ιστορία”.
Όπως κάθε εθνική
γαιοπρόσοδος, έτσι κι αυτή διαφθείρει, αλλά επειδή η άντλησή της
είναι άρρηκτα δεμένη με την
πιο σιχαμερή υποταγή και διευκολύνσεις στους κάθε φορά διεθνείς
ισχυρούς, και μάλιστα κατά
τεκμήριο στους χειρότερους, με στόχο την καταπίεση τρίτων, διαφθείρει
απόλυτα. Από κει βγαί-
νει αυτός ο εντελώς χαρακτηριστικός για τον νεοέλληνα αντιδραστικό
συνδυασμός εθνικού κο-
μπασμού για την υψηλή του ιστορική καταγωγή και γλοιώδους συμπεριφοράς
απέναντι σ’ αυ-
τούς από τους οποίους απαιτεί την αναγνώριση.
Από κει βγαίνει αυτή η τρομακτική αυτοπαγίδευση, που έφτασε ως τον
εθνικό αυτοακρωτηρια-
σμό με τη γλώσσα. Για να γίνει πειστικά αρχαίο το νέο έθνος, ιδιαίτερα
για να απαντάει στον “α-
παίσιο” Φαλμεράιερ, δεν έσβησε μόνο τα σλαβικά ονόματα από τους
χάρτες, αλλά θέλησε να κα-
ταστρέψει τη ζωντανή του γλώσσα και να την κάνει όσο γίνεται πιο
αρχαία, ενώ για τους λόγους
που εξηγήσαμε παραπάνω οι πιο φανατικοί της γλωσσικής επιστροφής
ήταν πάντα οι περισσότε-
ρο σοβινιστές και οι λιγότερο πατριώτες. Όσο για τη μικρότερη αληθινή
αγάπη στην υπέροχη ε-
λεύθερη πλευρά της ελληνικής αρχαιότητας, την έδειξαν ακριβώς αυτοί
οι τελευταίοι, που την
ντύθηκαν για να κρύψουν τη βυζαντινή τους γύμνια και την εθελοδουλεία
τους.
Αλλά ας έρθουμε πια στο τελευταίο και πιο κρίσιμο ερώτημα που θέσαμε
προηγουμένως: Γιατί
οι καταπιεσμένες τάξεις, οι ιστορικά έξω από το κράτος και τη νομή
της επεκτατικής λείας, ακό-
μα και στις πιο επαναστατικές, στις πιο ηρωικές και αιματηρές τους
εκρήξεις δε στάθηκαν με τον
Φαλμεράιερ και δεν απελευθέρωσαν τη φωνή του ενάντια στους επεκτατιστές
και τους υποκριτές
δυνάστες και δήμιούς τους; Γιατί, σε τελευταία ανάλυση, στάθηκαν
δίπλα τους και ενάντιά του;
Γιατί, αφού οι επαναστάτες διανοούμενοι, που ήταν και οι λαμπρότεροι
στην Ελλάδα του με-
σοπολέμου, μόνο για άγνοια δεν μπορούν να κατηγορηθούν;
Η αιτία βρίσκεται και πάλι στο ‘21, και πιο πολύ στη σοβιετική εξουσία
μετά το ‘30.
Είναι αδύνατο να είναι κανείς ταυτόχρονα με τον Φαλμεράιερ και με
το ‘21. Όπως δεν μπορεί
να είναι ταυτόχρονα με τον Μάρξ και με το ‘21. Αυτό όμως το τελευταίο
καλύπτεται από το γε-
γονός ότι ο Μάρξ ξεπερνάει με τον τεράστιο όγκο του κατά πολύ το
‘21 και το Ανατολικό Ζήτη-
μα. Όμως και σε ό,τι αφορά αυτόν καθαυτόν τον Μάρξ του ‘21 και του
Ανατολικού Ζητήματος,
και αυτός παραμερίστηκε από τους επαναστάτες μαρξιστές στην Ελλάδα
σαν να μην υπήρξε πο-
τέ.
Για τη δημοκρατική και την προλεταριακή Αριστερά, που ανδρώθηκαν
στο μεσοπόλεμο, η επα-
ναστατική κριτική στο ‘21 είχε δύο δυσκολίες. Η μια, εσωτερική,
αφορά τον τρόπο με τον οποίο
η πιο αντιδραστική φράξια του ‘21, η ηγεμονική ρώσικη με αρχηγό
τον Κολοκοτρώνη, εμφανί-
στηκε στα μάτια κάθε ελληνικής ιστοριογραφίας ως η πιο “λαϊκή” απέναντι
σ’ εκείνες που έκ-
φραζαν τα συμφέροντα των προεστών της ηπειρωτικής Ελλάδας και των
σε σπέρματα αστικών
στοιχείων των νησιών. Πραγματικά, η ρώσικη διπλωματία δεν ήθελε
και δεν μπορούσε να πατή-
σει στις ντόπιες κοινωνικά ηγετικές δυνάμεις, αν ήθελε μια πραγματική
ηγεμονία στο μελλοντικό
“ανεξάρτητο” ελληνικό κράτος. Γι’ αυτό έπρεπε να περάσει από δύο
αναγκαιότητες. Πρώτο, την
τέλεια φυσική εξόντωση κάθε οθωμανικού και τούρκικου στοιχείου,
και δεύτερο τη στήριξή της
στις πιο περιθωριακές και τις πιο λούμπεν εσωτερικές κοινωνικές
δυνάμεις, που είχαν φυσικά τις
χειρότερες σχέσεις με κάθε μορφή προηγούμενης πολιτικής εξουσίας
και κάθε μορφή οικονο-
μικής και κοινωνικής ανάπτυξης. Η περίφημη “κλεφτουριά”, ειδικά
η πελοποννησιακή, είναι ό,τι
χειρότερο έχει ποτέ ηγηθεί σε “κοινωνική επανάσταση”, αφού ανέλαβε
να πραγματοποιήσει γε-
νοκτονία όλης της άμαχης τούρκικης φτωχολογιάς, να καταδυναστεύσει
για χρόνια όλη την πε-
λοποννησιακή φτωχή αγροτιά και να τσακίσει, χάρη και στα θηριώδη
οθωμανικά αντίποινα, κάθε
σπέρμα αστικής ζωής στο οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο,
εξασφαλίζοντας μια άνευ
προηγουμένου εσωτερική οπισθοδρόμηση γι’ αυτή τη χώρα. Αν, ωστόσο,
δε συλλάβει κανείς την
“κλεφτουριά” (και παραπέρα τη “Φιλική”, η οποία καθοδήγησε αυτήν
και όλο το προτσές της ε-
πανάστασης) σαν απλό εργαλείο του τσάρου, υπάρχει ο κίνδυνος να
θελήσει να τη δει σαν μια α-
ντιαστική, αντιφεουδαρχική και τελικά “αναρχική” δύναμη. Κάτι τέτοιο,
βέβαια, χρειάζεται με-
γάλη δόση υποκειμενισμού, άγνοιας του ιστορικού υλισμού και, κυρίως,
άγνοιας των συγκεκρι-
μένων εσωτερικών και διεθνών διεργασιών που οδήγησαν στο ‘21 και
στο νέο κράτος.
Η δεύτερη και μεγαλύτερη δυσκολία βρίσκεται σ’ έναν καταλυτικό εξωτερικό
παράγοντα: πρό-
κειται για το γεγονός ότι το ελληνικό επαναστατικό προλεταριάτο
του μεσοπολέμου πήρε τα πο-
λιτικά του φώτα από το ρώσικο και ότι την ίδια ώρα, στα 1930, που
το πρώτο συγκροτούνταν σε
μαζικό πολιτικό κίνημα, το δεύτερο σα σοβιετική εξουσία άρχισε να
συμμαχεί, να διαβρώνεται ι-
δεολογικά και τελικά να ηγεμονεύεται στο επίπεδο της ιστορικής κουλτούρας
από το μεγαλορώ-
σικο σοβινισμό. Από το 1930 και μετά την απομάκρυνση του Ποκρόφσκι
η σοβιετική ιστοριο-
γραφία αρχίζει σταδιακά να εγκαταλείπει τη λενινιστική αντι-μεγαλορώσικη
και να υιοθετεί την
παλιά τσαρική αντιδυτική γραμμή για το Ανατολικό Ζήτημα συγχέοντας
-για άλλους ασυνείδητα
και για άλλους συνειδητά- τον αντικαπιταλισμό του προλεταριάτου
με το φεουδαρχικό αντικαπι-
ταλισμό των τσάρων και το μικροαστικό αντικαπιταλισμό της αγροτιάς
και των μεσοστρωμάτων
της πόλης. Την ίδια εποχή το νεαρό ελληνικό προλεταριάτο γίνεται
πολύ ευάλωτο στον ειδικά
αντιτούρκικο εθνικισμό τον οποίο μεταφέρει σ’ αυτό η πλειοψηφική
μικρασιατική προσφυγική
του μάζα.
Έτσι, η “νέα” σοβιετική γραμμή για το Ανατολικό Ζήτημα διευκόλυνε
αποφασιστικά την απο-
δοχή ενός ολότελα επαναστατικού και δίχως “ενοχές” φιλορώσικου 1821.
Για το ελληνικό προ-
λεταριάτο η συμμόρφωση μ’ αυτή τη γραμμή σήμαινε την οριστική θεωρητική
υποταγή του στον
ελληνικό σοβινισμό, υποταγή που επιταχύνθηκε από το γεγονός ότι
τόσο η επαναστατική Ελλάδα
όσο και η σοβιετική Ρωσία βρέθηκαν από κοινού αντιμέτωποι με το
ναζισμό στο παγκόσμιο δη-
μοκρατικό μέτωπο και από κοινού χρειάστηκε να συμμαχήσουν εναντιά
του με τους δικούς τους
εθνικιστές, ιδιαίτερα με την ορθόδοξη εκκλησία. Αυτή η υποταγή πιο
στρατηγικά κρύφτηκε από
την πάλη που όφειλε να δώσει από κοινού με τη σοβιετική Ρωσία το
ελληνικό προλεταριάτο ενά-
ντια στην αντισλάβικη γραμμή της ελληνικής αντίδρασης για όλη την
περίοδο 1920-1950. Η α-
ντισλάβικη γραμμή αυτής της περιόδου είναι στο βάθος η απάντηση
της ελληνικής αντίδρασης
στο γεγονός ότι μόνο σ’ αυτή την περίοδο η προλεταριακή Ρωσία έπαψε
να είναι ο μεγάλος προ-
στάτης του ελληνικού επεκτατισμού. Το μικρασιατικό πλήγμα είναι
μάλιστα δεμένο με το γεγο-
νός ότι η λενινιστική Ρωσία, ξεκάθαρος και μαχητικός πολέμιος του
βενιζελικού επεκτατισμού,
στάθηκε αποφασιστικά στο πλευρό του τούρκικου εθνικοανεξαρτησιακού
αγώνα.
Αφού λοιπόν ο Φαλμεράιερ δεν μπόρεσε να βρει υπερασπιστές αυτή την
περίοδο, όπου παρά
τις ισχυρές μεγαλορώσικες επιδράσεις είχαμε την πιο διεθνιστική
Ρωσία όλων των εποχών και το
πιο διεθνιστικό ελληνικό προλεταριάτο, ακόμα περισσότερο δε θα μπορούσε
μετά, όταν και οι
δύο αυτοί παράγοντες νικήθηκαν: Η πρώτη για να ξαναγίνει ανοιχτά
ιμπεριαλιστική-νεοτσαρική
και το δεύτερο για να διαλυθεί σαν τέτοιο ή σε ένα μέρος του να
μετατραπεί σε εξάρτημά της
πρώτης.
Δεν είναι πάντως τυχαίο ότι η πρώτη στιγμή κατά την οποία εκδηλώθηκε
υπεράσπιση στον
Φαλμεράιερ, έστω και επιφυλακτική, και η πρώτη στην οποία αυτός
μπόρεσε να μιλήσει στον ελ-
ληνικό λαό ήταν μετά την πτώση της δικτατορίας. Αυτή η πτώση ήταν
πάνω απ’ όλα το αποτέλε-
σμα της μεγάλης ήττας του ελληνικού σοβινισμού στην Κύπρο. Στη δημοκρατική
ατμόσφαιρα
της εποχής που πρόκυψε απ’ αυτήν την ήττα, στα 1976, μεταφράστηκε
ο πρώτος Φαλμεράιερ. Α-
ποδείχτηκε ωστόσο εδώ πόσο δύσκολο θα ήταν να περάσει κανείς στη
μετάφραση του κυρίως
έργου δίχως να είναι ταυτόχρονα σε θέση να υπερασπιστεί το έργο
και το συγγραφέα επί της ου-
σίας.
Η μετάφραση του κυρίως έργου γίνεται τώρα, 22 χρόνια μετά, σε ακόμα
πιο δύσκολες συνθή-
κες. Τώρα δεν βγαίνουμε από μια εποχή στρατιωτικοπολιτικής κυριαρχίας
των σοβινιστών, όπως
το 1980, αλλά έχουμε μπει σε μια εποχή της πιο βάρβαρης ως σήμερα
και αυξανόμενης κυριαρχί-
ας των ιδεών τους μέσα στις μάζες: Μακεδονική υστερία, Χριστόδουλος,
αντιδυτική Ελλάδα και
πολιτική ιδεολογία του “ορθόδοξου” τόξου μας φέρνουν από άλλους
δρόμους και σε μια ανώτε-
ρη ποιότητα ξανά στην εποχή του Φαλμεράιερ.
Έχουμε και πάλι ένα Ανατολικό Ζήτημα, αυτήν όμως τη φορά όχι σε
ευρωπαϊκή, αλλά σε πα-
γκόσμια κλίμακα. Τώρα στη θέση της φεουδαρχικής βρίσκεται μια στρατοκρατική
ιμπεριαλιστι-
κή Ρωσία, στη θέση της οθωμανικής μια εθνικιστική Τουρκία και στη
θέση της Αγγλίας οι ΗΠΑ.
Στο νέο Ανατολικό Ζήτημα η Ελλάδα είναι και πάλι, στην ουσία, με
τους νέους τσάρους, μα
στη μορφή με τη νέα Αγγλία. Τότε και τώρα κύριος εχθρός του έθνους
ήταν και είναι η Τουρκία,
που έφραζε και φράζει με τα Στενά το πέρασμα του ρώσικου στόλου
στη Μεσόγειο. Τότε και τώ-
ρα όλο το ζήτημα για τη ρώσικη διπλωματία ήταν, μέσω της Ελλάδας,
να σύρει την Ευρώπη ενά-
ντια στην Τουρκία, αντιμετωπίζοντας η ίδια την Τουρκία πότε με το
σκληρό και πότε με το μα-
λακό. Όπως τότε οι πιο δραστήριες ρωσόφιλες δυνάμεις του ‘21 επικαλούνταν
τις μέθοδες της α-
στικής επανάστασης για να οργανώσουν τη φεουδαρχική τους αντεπανάσταση
παραλύοντας και
συντρί-βοντας τις εμβρυακές αστικές δυνάμεις, έτσι και τώρα προσποιούνται
τον υπερασπιστή
της αντικαπιταλιστικής επανάστασης, για να οικοδομήσουν μια φασιστική
εξουσία ενάντια στους
μόνιμα καχεκτικούς έλληνες φιλελεύθερους αστούς. Τότε ήταν ο ρώσικος
και ο βυζαντινός ορθό-
δοξος σταυρός δίπλα στο ΒολταίροΧ τώρα είναι πάλι ο σταυρός, αλλά
δίπλα στο σφυροδρέπανο.
Οι ομοιότητες είναι καταπληκτικές, και η πιο καταπληκτική απ’ όλες
είναι η πανεθνική και
παλλαϊκή στράτευση στο πλευρό κάθε “ορθόδοξου τόξου” και κάθε μαχητικού
αντιδυτικισμού,
ακόμα και του πιο αντιδραστικού και του πιο γενοκτονικού παντού
στον κόσμο. Περιφρονώντας
βαθύτατα ο ένας τον άλλο βαδίζουν ενωμένοι στο κοινό “πεπρωμένο
της φυλής” ο θρησκόλη-
πτος, ο εθνικιστής, ο κνίτης, και ο αναρχικός. Ο καθένας μισεί τη
Δύση και το σύγχρονο τεχνικό
πολιτισμό για τους δικούς του λόγους, μα όλοι τους, είτε το ξέρουν
είτε όχι, είναι παιδιά του Βυ-
ζάντιου, της “Φιλικής” και του τσάρου, και είτε το νιώθουν είτε
όχι το πνεύμα και η καρδιά τους
χτυπάει σύμφωνα με το σκληρό νόμο, τη φύση του οποίου με ιδιοφυΐα
και τόλμη ανακάλυψε και
διατύπωσε ο Φαλμεράιερ στην Εισαγωγή του στο 2ο τόμο αυτού του βιβλίου:
“Αυτή όμως η εστί-
α ζωής του ελληνικού λαού αισθητοποιήθηκε στις πόλεις Ισταμπούλ
και ΜόσχαΧ εκεί αναπνέει και
σκέφτεται ο Έλληνας, εκεί είναι το θυσιαστήριο και το πραιτώριό
του, εκεί στρέφονται τα βλέμματα
όλων των πιστών της ανατολικής εκκλησίας από το Μοριά, τον ποταμό
Νείλο, την Ιορδανία, τον Ο-
ρόντη, την έρημο της Παλμύρας, την Κύπρο και την ΚαραμανίαΧ εκεί
συναθροίζονται οι σφυγμοί
όλων των Ρωμιών και από κει εκπορεύονται”.
Μήπως αυτή είναι μια κατάρα που θα βαραίνει αιώνια αυτό το λαό;
Όχι. Έτσι αντιλαμβάνονται
το διαλεχτικό πνεύμα του Φ. οι μεταφυσικοί ψευτοπροοδευτικοί, που
γι’ αυτό τον κατηγορούν
για ρατσιστή. Ο νόμος αυτός, όπως και κάθε άλλος κοινωνικός νόμος,
είναι ιστορικά καθορισμέ-
νος και αποτελεί μόνο μια τάση. Η Ελλάδα του βυζαντινού Μεσαίωνα,
που συνεχίστηκε με την
οθωμανική φεουδαρχία και είχε την ατυχία να μπει στη σύγχρονη παγκόσμια
Ιστορία από την πύ-
λη του Κρεμλίνου, αντιπαλεύει ασταμάτητα τούτη τη βαριά, ακόμα κυρίαρχη,
ανατολική της
κληρονομιά. Η Ελλάδα του εμπορίου και της βιομηχανίας, γενικά η
Ελλάδα της θάλασσας, η α-
στική Ελλάδα και αργότερα η προλεταριακή, η Ελλάδα του δυτικού αστικού
και μαρξιστικού
Διαφωτισμού, κοντολογίς η Δημοκρατική Ελλάδα πάντα πολέμησε και
πολεμάει την ανατολική
Ελλάδα της διεφθαρμένης κρατικοκομματικής γραφειοκρατίας, της βαλκανικής
καθυστέρησης
και στενότητας, την Ελλάδα υπηρέτρια του κάθε φορά κέντρου της παγκόσμιας
αντίδρασης, κο-
ντολογίς την επεκτατική, μιλιταριστική και φασιστική Ελλάδα. Και
την πολεμάει αρχίζοντας από
τον εμφύλιο του ‘21, και βαθμιαία και με άλματα, και ειρηνικά και
με το αίμα των καλύτερων
παιδιών της.
Και σ’ αυτόν τον πόλεμο η υλική ζωή του λαού και όλη η υλική κίνηση
του σύγχρονου κόσμου
δυναμώνουν σε βάθος χρόνου και ανελέητα την προοδευτική Ελλάδα.
Η τερατωδία της εποχής
που ζούμε έγκειται απλά στο ότι η αντιδραστική Ελλάδα επιστρατεύει
σήμερα όλο της το παρελ-
θόν, όλα τα καταχωνιασμένα ανατολίτικα ένστιχτά της, εκθειάζει όλα
της τα εγκλήματα και τις
προκαταλήψεις, ξύνει όλες τις πληγές του λαού και επιχειρεί μια
ιστορική και παντοτινή επιστρο-
φή στο άρμα του πιο κτηνώδικου ιμπεριαλισμού που γνώρισε ποτέ η
ανθρωπότητα. Από τη μια
αυτό είναι πολύ σκληρό και θα προκαλέσει πόνο, από την άλλη όμως
είναι η στιγμή, η πρώτη
στιγμή από τη γέννησή της που η νέα, η προοδευτική Ελλάδα, ακριβώς
επειδή τώρα είναι πιο α-
νεπτυγμένη από ποτέ και επειδή ταυτόχρονα βρίσκεται απέναντι σε
έναν τόσο αποκρουστικό, τό-
σο οπισθοδρομικό και εφ’ όλης της ύλης αντίπαλο, θα υποχρεωθεί και
θα μπορέσει να ξεκαθαρί-
σει μαζί του βαθιά, αποφασιστικά και εφ’ όλης της ύλης. Σε μια πρώτη
φάση αυτό το ξεκαθάρι-
σμα θα είναι αναγκαστικά θεωρητικό.
Αλλά ο γενάρχης κάθε ξεκαθαρίσματος με το ελληνικό ανατολικό παρελθόν
είναι ο Φαλμερά-
ιερ. Αν η Ελλάδα της αυταπάτης και της αντίδρασης οικοδομήθηκε ενάντιά
του, η συνειδητή και
προοδευτική Ελλάδα δεν μπορεί παρά να ανακαλύψει τον εαυτό της υψώνοντάς
τον δίπλα στον
Μαρξ του Ανατολικού Ζητήματος στην κορυφή των διαφωτιστών της. Όμως
αυτή η προοδευτική
Ελλάδα, ενώ θα χρειαστεί να δώσει σκληρή πάλη και στο έδαφος της
Ιστορίας, δε θα βγει κύρια
μέσα απ’ αυτήν, αλλά μέσα από την πολιτική πάλη. Για τις ανάγκες
της δημοκρατικής πολιτικής
ο Φ. έγραψε το έργο του, για τις ανάγκες της αντιδραστικής πολιτικής
καταδιώχτηκε και γι’ αυ-
τές τις ανάγκες συκοφαντήθηκε και απαγορεύτηκε στη χώρα μας. Ή αλλιώς:
Όπως το παλιό Ανα-
τολικό Ζήτημα πρωτοέφερε τον Φ. σ’ αυτά τα χώματα, είναι το καινούριο
Ανατολικό Ζήτημα, ε-
πίκαιρο όσο ποτέ, που θα τον φέρει ξανά. Θα ήταν λοιπόν πολύ φυσικό
να δοθεί ο λόγος σ’ αυ-
τόν για να μιλήσει στο ελληνικό κοινό με το βασικό του έργο πρώτα
από ανθρώπους που επίσης
υποτάσσουν κάθε φιλολογική τους προσπάθεια στην πάλη για την πολιτική
δημοκρατία στις συν-
θήκες του νέου Ανατολικού Ζητήματος. Ο Παντελής Σοφτζόγλου είναι
ένας απ’ αυτούς και ανέ-
λαβε το δύσκολο έργο της μετάφρασης του έργου έχοντας επίγνωση της
ιστορικής του διάστασης
και των σύγχρονων πολιτικών του επιπτώσεων, οπότε και των αντιδράσεων
που αργά ή γρήγορα
θα προκαλέσει. Και όχι μόνο αυτό: Αφού οι ειδικοί και γερμανομαθείς
δε θέλησαν ή δεν μπόρε-
σαν ως τώρα να μεταφράσουν το έργο, έπρεπε ένας πολιτικός με γερή
ιστορική και φιλολογική
κατάρτιση να γίνει γερμανομαθής, για να το αποσπάσει από τη λήθη.
Η μετάφραση ωστόσο δεν έχει μέσα της τίποτα το ερασιτεχνικό. Έχει
γίνει με σκληρή δουλειά,
με πολύ μεγάλη σχολαστικότητα και προσοχή και με μια ευλαβική -και
νομίζουμε γεμάτη ταλέ-
ντο- προσπάθεια να αποδοθεί η λεπτότητα και η λογοτεχνική ομορφιά
του πρωτότυπου κειμένου.
Αυτή η πρώτη έκδοση, για τους λόγους που εξηγήσαμε παραπάνω, είναι
πολύ περισσότερο ζω-
τική σήμερα, αφού μια νεανική εθνική αυταπάτη έχει τώρα μετατραπεί
σε μια γεμάτη υστερο-
βουλία γεροντική νεύρωση.
Με μεγάλη λοιπόν συγκίνηση παρουσιάζουμε αυτό το έργο στον ελληνικό
λαό. Ελπίζουμε ότι
θα συνεισφέρουμε έτσι, πέρα απ’ όλα τα παραπάνω, στο να επαληθευτεί
τελικά η πρόβλεψη και
ο πόθος αυτού του ευγενικού και γενναίου ανθρώπου ότι θα είναι από
τον ίδιο τον ελληνικό λαό
που θα αποσπάσει πρώτα όλη την επιδοκιμασία και την αναγνώριση που
του στέρησε η χώρα του
και η εποχή του. Γι’ αυτό το λαό έγραψε στην περίφημη εισαγωγή του
στο β΄ τόμο: “Ούτε η αυ-
στηρότητα στην κρίση, αλλά ούτε και η σκληρότητα στην έκφραση, που
απαντούν κάπου κάπου στην
πορεία αυτών των φύλλων, θα εμποδίσουν τον έξυπνο αναγνώστη να αναγνωρίσει
στο συγγραφέα
έναν έντιμο και καλοπροαίρετο φίλο του ελληνικού λαού. Ο ίδιος μάλιστα
είναι πεπεισμένος ότι,
περιγράφοντας χωρίς περιστροφές τις τύχες, τις πράξεις και το χαρακτήρα
των βυζαντινών του Μο-
ριά κατά το πρόσφατο παρελθόν συμβάλλει στην υποστήριξη της ελληνικής
υπόθεσης περισσότερο
απ’ ό,τι αν έκανε ύμνους και υστερόβουλες θωπείες, τις οποίες και
το παρόν δε δικαιολογεί και το
παρελθόν διαψεύδει. Ο συγγραφέας δε θέλει μ’ αυτό να κατακρίνει
κανέναν, αλλά στην πραγματι-
κότητα να προφυλάξει τον ίδιο του τον εαυτό από λανθασμένες ερμηνείες
ανεπαρκώς κατατοπισμέ-
νων οπαδών. Ταυτόχρονα, μ’ αυτό είπε την τελευταία του λέξη σ’ αυτό
το ζήτημα. Ο χρόνος, η
σταδιακά διευρυνόμενη μελέτη του βυζαντινού Μεσαίωνα, προπαντός
όμως οι ίδιοι οι Έλληνες, έ-
χοντας στενότερη και πιο μακροχρόνια επαφή με τους Ευρωπαίους, θα
αναλάβουν από δω και στο
εξής την υπεράσπιση των απόψεών του και θα φωτίσουν την ορθότητά
τους διαυγέστερα απ’ όσο
θα μπορούσαν να το καταφέρουν ακόμη και τα τόσο χτυπητά επιχειρήματα
του ίδιου του συγγραφέ-
α”.
Για τους εκδότες
Ηλίας Ζαφειρόπουλος
|