Σ’
αυτήν την έρευνα όμως δε θα αρνηθεί κανείς να επιτρέψει να ισχύουν
οι εξής αρχές: Πρώτον, ότι ένας λαός δανείζεται την ονομασία των
πόλεων, των χωριών, των αγροκτημάτων των επίμορτων, των κρηνών,
των ποταμών, των πηγών, των ακτών, των βουνών, των δασών και, τελικά,
της ίδιας τους της χώρας κατά βάση από τη δική του μητρική γλώσσα
και ότι αυτές οι ονομασίες διαφυλάττουν βασικά γλωσσικά χαρακτηριστικά
επίσης αναλλοίωτα όσο η εθνική-μητρική γλώσσα είναι στο λαό η μόνη
ισχύουσα και επικρατούσα γλώσσα. Δεύτερον, ότι ο βασικός τύπος των
ονομάτων κατά κανόνα δεν εξαφανίζεται, ακόμη και αν οποιοδήποτε
συμβάν ωθεί τους αυτόχθονες να αλλάξουν το παλαιό όνομα οιουδήποτε
από τα αντικείμενα που προαναφέρθηκαν. Αν, για παράδειγμα, η Κόρινθος
ονομαζόταν τα προομηρικά χρόνια Έφυρα, η Πάτρα άλλοτε Αρόη, η Μύρκινος
πρωτύτερα Μυρτούντιον και η Σικυώνα στο παρελθόν Μηκώνη, τότε η
μεταγενέστερη ονομασία είναι το ίδιο δανεισμένη από την ελληνική
γλώσσα όσο και η προηγούμενη. Όταν όμως βρίσκει κανείς δίπλα στα
ερείπια της Μαντινείας, του Αιγίου, της Ωλένου, των Αμυκλών, της
Μεσσήνης και της Μεγαλόπολης τόπους και ποταμάκια που ονομάζονται
Γκοριτσά, Βοστίτζα, Καμίνιτσα, Πίρνατσα, Χλουμούτσι, Σλάβιτζα, Βελιγοστή
και Αράχοβα τότε δεν είναι αναγκαία μια σε βάθος εξέταση για να
διακρίνει κανείς ότι τέτοια ονόματα δεν μπορεί να βρίσκονται σε
μια χώρα που έχει παραμείνει αρχαιοελληνική, αλλά μάλλον στη Σερβία,
τη Βουλγαρία, τη Γαλικία, τη Βοημία, την Κράινα, την Πομερανία,
και τη Ρωσία, και, συνεπώς, ότι αυτά έχουν την προέλευση τους όχι
από Έλληνες, αλλά από ανθρώπους που μιλούσαν σλαβικά”.
Ιάκωβος Φίλιππος Φαλμεράιερ
|