Η κρίση του φιλελεύθερου καπιταλισμού επιταχύνεται από τον ανταγωνισμό του άγριου, φασιστικού καπιταλισμού της Κίνας
Αυτή η “ορθοδοξία” βασικά συνοψίζεται, όσον αφορά στην Ευρώπη, στο ότι καλέστηκαν να πληρώσουν οι Ευρωπαίοι (και εν προκειμένω οι Γάλλοι εργαζόμενοι) το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας που δημιούργησε (με καίρια τη συμβολή του δυτικού μονοπωλιακού κεφαλαίου) η άγρια, φασιστική και ωμά αντεργατική καπιταλιστικοποίηση της Κίνας, κυρίως μετά το 1989 και δευτερευόντως η καπιταλιστική ανάδυση άλλων χωρών του Τρίτου Κόσμου. Όλον αυτόν τον καιρό τα γαλλικά, γερμανικά, βρετανικά και πιο πολύ τα αμερικανικά μονοπώλια συσσώρευαν κέρδη παίζοντας με το φτηνό μεροκάματο και τη μεταφορά της παραγωγής κυρίως προς την Κίνα. Αυτό γίνεται βασικά με συμπίεση των αμοιβών των εργαζομένων των παλιών βιομηχανικών χωρών, με αύξηση της σχετικής φτώχειας (μείωση του ποσοστού του παραγόμενου πλούτου που νέμεται κοινωνικά η εργαζόμενη πλειοψηφία σε σχέση με αυτή που νέμεται το κεφάλαιο, κυρίως το μονοπωλιακό), με μείωση των κοινωνικών παροχών και με αύξηση της ηλικίας θεμελίωσης δικαιώματος για να πάρει κάποιος σύνταξη, μέτρο που το πολιτικό μπλοκ του Μακρόν κατάφερε ήδη να το νομοθετήσει από το 2023, επί πρωθυπουργίας Ελιζαμπέτ Μπορν.
Ο Μακρόν και οι δύο τελευταίοι πρωθυπουργοί του πριν τον τωρινό Λεκορνί, οι Μπαρνιέ και Μπαϊρού, που ηγήθηκαν κυβερνήσεων συνεργασίας των τριών κομμάτων του κεντρώου μακρονικού μπλοκ και του κόμματος της κλασσικής γκωλικής Δεξιάς ως κυβερνητικού εταίρου, με αφορμή το ολοένα και πιο έντονο ζήτημα του δημόσιου χρέους της Γαλλίας, που έχει ξεπεράσει το 110% του ΑΕΠ και πηγαίνει για εκτροχιασμό, πρότειναν ένα “μνημόνιο” περικοπών 44 δισ. ευρώ, που χοντρικά περιλάμβανε πάγωμα κοινωνικών δαπανών (επιδόματα, συντάξεις κλπ), πρόσληψη ενός δημοσίου υπαλλήλου για κάθε τρεις που θα αποχωρούν, αύξηση της συμμετοχής των ασφαλισμένων στις δαπάνες υγείας τους, κατάργηση δύο αργιών, μια μικρή έμμεση αύξηση της φορολογίας εισοδήματος.
Ο μόνος τρόπος όμως για να στεκόταν οποιαδήποτε γαλλική κυβέρνηση μέχρι τις επόμενες προεδρικές εκλογές του 2027 ήταν να εξασφαλίσει την ανοχή ή εν πάσει περιπτώσει την αποχή σε μια πρόταση μομφής από το Σοσιαλιστικό Κόμμα. Αυτό, πολύ μικρότερο σε σχέση με την ιστορική του ισχύ, καθώς λεηλατήθηκε τόσο από το μπλοκ του Μακρόν όσο και από τον σοσιαλφασίστα Μελανσόν, πέρα από τον αστικό στελεχικό του χαρακτήρα έχει μία ταξική βάση που αποτελείται από τα μεσοστρώματα των κάπως καλά αμειβόμενουεργαζόμενων κυρίως στο δημόσιο αλλά και στον ιδιωτικό τομέα. Σαν τέτοιο το Σοσιαλιστικό Κόμμα ζητάει η μονοπωλιακή αστική τάξη να πληρώσει το μεγαλύτερο μέρος της δημοσιονομικής προσαρμογής που είναι αναγκαία για να μη χρεοκοπήσει το γαλλικό κράτος. Διατηρεί σχέσεις με τα συνδικάτα, ιδιαίτερα με τη (ρεφορμιστική αλλά) δημοκρατική CFDT και ουσιαστικά λειτουργεί σε έναν βαθμό ως ανάχωμα στον Μελανσόν, με τον οποίο όμως έχει συνεργαστεί τακτικά, όπως στις δύο τελευταίες βουλευτικές εκλογές.
Σύμμαχος των Σοσιαλιστών και ευρωβουλευτής τους είναι και ο ευρωπαϊστής αριστερός δημοκράτης Ραφαέλ Γκλιξμάν, σταθερός υποστηρικτής της Ουκρανίας, σθεναρός υπερασπιστής της ευρωπαϊκής ενότητας και οπαδός του αντιπουτινικού μετώπου, όχι όμως με όρους υποταγής των εργαζόμενων σε ευρωπαϊκή κλίμακα στο μεγάλο κεφάλαιο. Ο αρχηγός των Σοσιαλιστών, Ολιβιέ Φορ, σε μια χαρακτηριστική κίνησή του που μιλά για τη στάση του έναντι του άξονα Ρωσίας - Κίνας, είχε επίσης καταθέσει πριν λίγα χρόνια πρόταση στη γαλλική Εθνοσυνέλευση για καταδίκη της γενοκτονίας της μουσουλμανικής μειονότητας των Ουιγούρων στην Κίνα.
Ο κρίσιμος, αντικειμενικά κατά των νεοχιτλερικών, αλλά και συνειδητά υπέρ των εργαζομένων συμβιβασμός των Σοσιαλιστών με τον Μακρόν
Σε αυτό το σημείο λοιπόν, την Πέμπτη 16 Οκτωβρίου, το ρεύμα του Μακρόν και οι Σοσιαλιστές έκαναν στην πράξη μια αντικειμενικά και με τις σημερινές αναλογίες αντιφασιστική ενότητά, απορρίπτοντας την πρόταση μομφής του Μελανσόν - και μάλιστα στη βάση ενός πολιτικού συμβιβασμού, τον οποίο στην ουσία επέβαλαν οι Σοσιαλιστές. Όταν λέμε “με τις σημερινές αναλογίες” εννοούμε ότι αυτή η ενότητα βρίσκεται πολύ πιο δεξιά από εκείνες της προπολεμικής Γαλλίας επειδή τότε υπήρχε ένα τριτοδιεθνιστικό, επαναστατικό προλεταριάτο και ένα πραγματικό Κομμουνιστικό Κόμμα που έδιναν έναν ισχυρό αντιφασιστικό, οπότε και έναν έντονα λαϊκό χαρακτήρα σε εκείνο το μέτωπο. Τότε, το 1936, αυτό το προλεταριάτο στήριξε, χωρίς να συμμετέχει, μια κυβέρνηση κυρίως της μεσαίας αστικής τάξης. Σήμερα μιλάμε για ένα γαλλικό προλεταριάτο που έχει μεν συνδικαλιστικές οργανώσεις αλλά δεν έχει πολιτικό κόμμα που να το εκπροσωπεί πραγματικά. Έτσι όταν δεν ακολουθεί το φασιστικό κόμμα της Λεπέν ή το σοσιαλφασιστικό του Μελανσόν, ακολουθεί το φιλοευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα, ή ακολουθεί λιγότερο τους ταλαντευόμενους πράσινους και τους ψευτοκομμουνιστές. Οι τελευταίοι δεν είναι πουτινόφιλοι φασίστες σαν τους Έλληνες. Αυτό το κομμάτι στηρίζει μια κυβέρνηση, επίσης χωρίς να συμμετέχει σε αυτήν, των σχετικά πιο δημοκρατικών κομμάτων της μεγαλοαστικής τάξης, τα οποία κάτω από την ηγεσία Μακρόν, αναλαμβάνουν μόνο σε ένα βαθμό έκτακτα πατριωτικά και αντιφασιστικά καθήκοντα που είναι έξω από την ταξική τους φύση. Αυτήν δηλαδή την ενότητα την κάνουν με πολύ μεγάλες αντιστάσεις, τόσο ώστε να κινδυνεύουν να διασπαστούν, όντας σε μεγάλη απελπισία γιατί βλέπουν ότι η χώρα τους, αλλά και ο πλούτος τους κινδυνεύει να καταληφθεί από ξένους μονοπωλιστές χιτλερικού τύπου, που είναι δηλαδή ταυτόχρονα ληστές και κανίβαλοι. Έτσι διαισθάνονται ότι τελικά κινδυνεύει και η φυσική τους ελευθερία, ακόμα και η φυσική τους ύπαρξη από τους Ρώσους νεοναζί. Γι αυτό με επικεφαλής τον Μακρόν θυσιάζουν μια ασφαλιστική μεταρρύθμιση που ήταν η διέξοδος και το καμάρι τους. Δέχονται δηλαδή το πάγωμα της αύξησης τόσο του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης, που με βάση το ασφαλιστικό Μακρόν θα έπρεπε να αυξηθεί από τα 62 στα 64 χρόνια, όσο και των αναγκαίων ετών εργασίας για τη θεμελίωση δικαιώματος για πλήρη σύνταξη (από τα 41 χρόνια και εννέα μήνες στα 43 χρόνια). Με απλά λόγια, 3,5 εκατομμύρια άνθρωποι θα βγουν στη σύνταξη χωρίς τις δυσμενείς επιπτώσεις της αλλαγής των όρων του ασφαλιστικού που επέβαλε ο νόμος Μακρόν-Μπορν.
Πρόκειται για ένα συμβιβασμό που πολιτικά ήταν εξαιρετικά επώδυνος ειδικά για τον Μακρόν, καθώς οι αλλαγές στο ασφαλιστικό είχαν γίνει το έμβλημα της δεύτερης Προεδρίας του. Στο σημείο αυτό, ο Μακρόν και ο στενός πολιτικός σύμμαχός του, Λεκορνί, αντιλήφθηκαν ότι στη μάχη με τις πουτινόφιλες δυνάμεις, δε μπορούν να προχωρήσουν χωρίς παραχωρήσεις στη φτωχολογιά και ευρύτερα στον εργαζόμενο λαό, που, ελλείψει επαναστατών πολιτικών και συνδικαλιστικών εκπροσώπων, εκφράστηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση μέσα από τους αστορεφορμιστές Σοσιαλιστές. Και οι τελευταίοι, ωστόσο, επέδειξαν παρά τις μεγάλες ταλαντεύσεις τους και τις διαρροές τους κάποια αντιφασιστική διάθεση, διαχωριζόμενοι τόσο από τον Μελανσόν, όσο και από το κεντριστικό ανάμεσα σε σοσιαλδημοκράτες και σοσιαλφασίστες ρεύμα των Οικολόγων της Τοντελιέ και εκείνο του Γαλλικού “Κομμουνιστικού” Κόμματος. Οι τελευταίοι, συντασσόμενοι ουσιαστικά με τους σοσιαλφασίστες, ψήφισαν την πρόταση μομφής της (υποτακτικής στον Πούτιν) “Ανυπότακτης Γαλλίας”. Μελανσόν, Τοντελιέ και Γάλλοι ψευτοκομμουνιστές, ωστόσο, εκτέθηκαν έτσι στη σωστή κριτική των Σοσιαλιστών ότι, ενώ το Σοσιαλιστικό Κόμμα απέσπασε από το μακρονικό μπλοκ μια πραγματική παραχώρηση για εκατομμύρια εργαζόμενους, η δική τους στρατηγική απλώς θα οδηγούσε σε νέες πρόωρες βουλευτικές εκλογές με άδηλο και πιθανόν καταστροφικό, φιλολεπενικό αποτέλεσμα. Από την άλλη όμως μεριά ο Μελανσόν πέρασε σε μεγάλη επίθεση στους Σοσιαλιστές ότι πούλησαν τους εργαζόμενους με το να ψηφίσουν τον Λεκορνί. Σε αυτή τη δημαγωγία του βοηθιέται από τη δεξιά του συνασπισμού του Μακρόν η οποία επιτέθηκε στο Λεκορνί για τις υποχωρήσεις του στο Σοσιαλιστικό Κόμμα. Έτσι αυτός θα προσπαθήσει να καθησυχάσει τη δεξιά σε άλλα επίμαχα ζητήματα του προϋπολογισμού βαδίζοντας διαρκώς πάνω σε ένα τεντωμένο σκοινί και κινδυνεύοντας να πέσει κάθε στιγμή ως την ψήφιση του προϋπολογισμού. Γιατί το PS δείχνει προς το παρόν ότι δεν είναι διατεθειμένο να εκτεθεί στην βάση του δικαιώνοντας τον Μελανσόν. Έτσι επιμένει ότι εκτός από το ασφαλιστικό θα παλέψει για μια σειρά αλλά μέτρα, κυρίως εκείνες τις αναπροσαρμογές των μισθών, των συντάξεων και πιο πολύ των επιδομάτων για τα πιο φτωχά στρώματα, που δεν θα επιτρέπουν την πραγματική μείωση τους από τον πληθωρισμό.
Η συγκεκριμένη εξέλιξη αναβάλλει (με στόχο βέβαια να την αποτρέψει μακροπρόθεσμα) την προοπτική μιας κυβέρνησης Λεπέν-Μπαρντελά, που σε νέες πρόωρες βουλευτικές εκλογές θα διεκδικούσαν με αξιώσεις τον πρωθυπουργικό θώκο, σε συμμαχία πιθανότατα με την κλασσική Δεξιά του όλο και χειρότερου Ρεταγιό, αρχηγού του κόμματος Les Republicains, η οποία σίγουρα θα ακύρωνε με νόμο τη στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων της Λεπέν λόγω της καταδίκης της για κατάχρηση ευρωπαϊκών πόρων. Θα της άνοιγε έτσι τον δρόμο για υποψηφιότητα στις προεδρικές εκλογές του 2027.
Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, η αποτροπή μιας κρίσης ακυβερνησίας στην πολιτική καρδιά της Ευρώπης, που είναι πάντα η Γαλλία (όπως οικονομική καρδιά της είναι η Γερμανία), σε συνθήκες πλήρους επίθεσης του ρωσοκινέζικου Άξονα και του κουίσλιγκ του στις ΗΠΑ, Τραμπ - και μάλιστα με έναν συμβιβασμό της αστικής τάξης με έστω και τμήμα των αιτημάτων των λαϊκών μαζών είναι αν μη τι άλλο μια δημοκρατική νίκη. Νίκη προσωρινή, αλλά σημαντική και πολύ καίρια στην προσπάθεια που κάνουν οι ευρωπαϊκοί λαοί να σταθούν στα πόδια τους και να χτίσουν την απάντησή τους στους φασισμούς και ειδικά τους Ρώσους νεοχιτλερικούς που ολοένα και κυκλώνουν πολεμικά τη Γηραιά Ήπειρο, που στάθηκε μητέρα των περισσότερων δημοκρατικών και σοσιαλιστικών επαναστάσεων.
Οι Σοσιαλιστές ξεκαθάρισαν φυσικά ότι η μάχη μέχρι την έγκριση του Προϋπολογισμού του 2026 στο κοινοβούλιο θα συνεχιστεί, καθώς ο Λεκορνί έχει δεσμευτεί ότι δε θα τον εγκρίνει με εκτελεστικό διάταγμα, όπως έχει δικαίωμα από το γαλλικό Σύνταγμα, αλλά μόνο με ψήφο της πλειοψηφίας στην Εθνοσυνέλευση. Στο επίκεντρο θα βρεθεί έτσι αναπόφευκτα το ζήτημα της φορολόγησης του μεγάλου πλούτου, το οποίο είναι πολύ πιθανό να έχει πολύ βαθύτερες πολιτικές επιπτώσεις από την αναστολή του συνταξιοδοτικού, γι’ αυτό και χρειάζεται να επιχειρήσουμε μια βαθύτερη ανάλυση.
Πώς στήσανε στη Βουλή το κοινό μέτωπό τους Λεπέν και Μελανσόν χωρίς να εκτεθεί ο δεύτερος
Το βασικό σημείο αντιπαράθεσης λοιπόν έχει γίνει η πρόταση των Σοσιαλιστών για το φόρο Ζουκμάν (αποτελεί πρόταση του οικονομολόγου Γκαμπριέλ Ζουκμάν), ο οποίος είναι ουσιαστικά ένας ετήσιος φόρος‑εισφορά 2% στην συνολική περιουσία τους για πρόσωπα ή νοικοκυριά με περιουσία αξίας άνω των 100 εκατ. ευρώ. Σύμφωνα με τους μέσους υπολογισμούς, θα μπορούσε, σύμφωνα με τους υποστηρικτές του, να εισφέρει στα κρατικά ταμεία 15 έως 20 δισ. ευρώ τον χρόνο και να ελαφρώσει έτσι κατά το ήμισυ το βάρος των δημοσιονομικών μέτρων, που έτσι κι αλλιώς οι Σοσιαλιστές και οι Οικολόγοι ζητούν να μειωθεί, ώστε να επεκταθεί η μείωση του ελλείμματος σε μια πιο μακρά χρονική περίοδο στο μέλλον (και όχι έως το 2029, όπως πρότειναν ως πρόσφατα οι Μακρόν ‑ Μπαϊρού).Ο ΟΟΣΑ εκτιμά ότι η συνολική περιουσία των Γάλλων “υπερ‑πλουσίων” (μιλάμε πάντα για την περιουσία που είναι μεγαλύτερη των 100 εκατ. ευρώ) ξεπερνά το 1,5 τρισ. ευρώ, ποσό που φορολογείται σήμερα με πολύ χαμηλούς, ακόμα και μηδενικούς συντελεστές
Ο Μελανσόν, και για να μην ξεκοπεί από τις λαϊκές μάζες και για να βγαίνει προβοκατόρικα από τα “αριστερά” στους Σοσιαλιστές και τους Οικολόγους, στηρίζει επίσης το αίτημα, μιλώντας παράλληλα για επιπλέον φορολόγηση “των εταιρικών κερδών, των υπερπλούσιων και των πολυεθνικών”, τάζοντας στη μικρή και πιο πολύ στη μεσαία αστική τάξη ότι γενικά θα μείνει έξω από το στόχαστρό του. Στην ουσία, ο Μελανσόν νοιάζεται λιγότερο να επιβάλει στον Μακρόν μέτρα ελάφρυνσης της φτωχολογιάς και περισσότερο ενδιαφέρεται να λειτουργεί προβοκατόρικα για να ανατινάξει κάθε πιθανό συμβιβασμό μεταξύ Μακρόν και Σοσιαλιστών, ώστε να δημιουργηθούν μια ώρα αρχύτερα οι όροι για την άνοδο της κρυφής συμμάχου του Μελανσόν, επίσης ρωσόδουλης Λεπέν στην εξουσία.
Στην ψηφοφορία στη γαλλική Βουλή για τις μομφές κατά του Λεκορνί έγινε κάτι το πολύ χαρακτηριστικό που δείχνει πώς κάνουν τις κρίσιμες συμμαχίες τους οι φαιοί με τους “κόκκινους” φασίστες, τους σοσιαλφασίστες. Τις κάνουν με τρόπο που κυρίως να προφυλάσσει τους δεύτερους, οι οποίοι δημαγωγούν πάνω στον δήθεν αντιφασισμό τους, προκειμένου να υποτάσσουν την υπόλοιπη αριστερά στα σχέδια τους. Έτσι Λεπέν και Μελανσόν κατέβασαν ξεχωριστές προτάσεις μομφής κατά του Λεκορνί. Η Λεπέν και όλοι οι φασίστες ψήφισαν την πρόταση μομφής του Μελανσόν και μόλις για ελάχιστες ψήφους η κυβέρνηση δεν έπεσε. Ο Μελανσόν και η ψευτοαριστερά δεν ψήφισαν κανένας τους την μομφή της Λεπέν και αυτή πήρε τους μισούς ψήφους από τους απαιτούμενους. Δηλαδή οι σοσιαλφασίστες δεν θέλανε να καρφωθούν σαν φασίστες, ενώ τους φασίστες δεν τους ένοιαζε να υποστηρίξουν την ψευτοαριστερά. Γιατί οι φασίστες προσποιούνται τους εχθρούς του “συστήματος” οπότε δεν έχουν πρόβλημα με τους ψευτοαριστερούς “επαναστάτες”. Αντίθετα οι δεύτεροι καταγγέλλουν τους πρώτους σαν την καρδιά του συστήματος και γι΄ αυτό σαν τάχα κύριο εχθρό τους. Για να μην καρφωθεί λοιπόν ο Μελανσόν, η δικιά του πρόταση μομφής έδινε έμφαση στην καταγγελία των στρατιωτικών εξοπλισμών, οπότε ουσιαστικά και κυρίως υποστήριζε τον Πούτιν, αλλά δεν έδινε έμφαση στους φόρους στους πλούσιους, πράγμα που δεν θα άφηνε την Λεπέν να δώσει τους ψήφους της ώστε να πέσει η κυβέρνηση. Έτσι η ρωσόφιλη Λεπέν εύκολα την ψήφισε χωρίς να εκτεθεί στη μεγαλοαστική τάξη. Από την άλλη η δικιά της πρόταση έδινε έμφαση στην καταγγελία των μεταναστών, οπότε ήταν προφανές γιατί η ψευτοαριστερά δεν την ψήφισε, ενώ από την άλλη δεν μιλούσε ενάντια στις αμυντικές δαπάνες για να μην φανεί η ταύτιση του Μελανσόν μαζί της στο βασικό αυτό σημείο, αλλά και να μην δυσαρεστηθεί το εθνικιστικό κομμάτι του λεπενικού Εθνικού Συναγερμού. Γιατί η κλασική αυτή φασίστρια, εδώ και χρόνια έχει ντυθεί “συντηρητική δεξιά πατριώτισσα”. Ενώ τελικά έριξε με την ψήφο της στην Εθνοσυνέλευση τις κεντροδεξιές κυβερνήσεις Μπαρνιέ και Μπαϊρού, εμφανίζεται ως ενδιάμεση και μάλιστα “οικονομικά φιλελεύθερη” δύναμη, “κατά των φόρων” (αν και μιλά και κατά της λιτότητας, για να διατηρεί δεσμούς και τμήματα του προλεταριάτου) προσπαθώντας να προσεγγίσει και να προσεταιριστεί την οικονομικά φιλελεύθερη μεγαλοαστική τάξη και το παραδοσιακό κόμμα της, τους δεξιούς “Ρεπουμπλικανούς”. Τους έχει μάλιστα διασπάσει, έχοντας ήδη πάρει μαζί της τον πρώην πρόεδρό τους, τον Ερίκ Σιοτί, ο οποίος δέχτηκε ρόλο ακολουθητή και ελάσσονα συμμάχου του φασιστικού Εθνικού Συναγερμού μέσα στη Βουλή. Η Λεπέν έχει αφήσει βασικά το ρόλο της κινηματικής αντικυβερνητικής δύναμης στο άλλο τσιράκι του Πούτιν, στον Μελανσόν ‑ και η ίδια ποζάρει ως τάχα ο “σοβαρός και σώφρων” αντι‑Μακρόν πόλος, “μακριά από ακρότητες”, για να μπορέσει η ίδια να ανέβει στην εξουσία σε συμμαχία με την κλασσική μεγαλοαστική τάξη. Γι’ αυτό και προσπαθεί να συνδυάσει την ακροδεξιά δημαγωγία με τη γλώσσα του αστικού “κυβερνητισμού”.
Είναι αλήθεια ότι η συγκεκριμένη μάχη, παρά την προσωρινή υποχώρηση Λεκορνί, έχει αναδείξει τον ενδιάμεσο χαρακτήρα του Μακρόν και του ευρύτερου ρεύματός του μέσα στον Β΄ Κόσμο (σήμερα και στις ΗΠΑ): ταυτόχρονα στόχος‑θύμα του ρωσοκινέζικου Άξονα και των σοσιαλφασιστών πρακτόρων του, αλλά και θύτης της επίθεσης στο ψωμί και τα δικαιώματα του προλεταριάτου και της φτωχής υπαλληλίας για να γιατρέψει την κρίση του γερασμένου μονοπωλιακού καπιταλισμού δυτικού και ειδικότερα ευρωπαϊκού τύπου.
Γενικά, ο σοσιαλφασισμός, δηλαδή η ψεύτικη, ανεστραμμένη και ρωσόδουλη ψευτοαριστερά, μετά από μια δεκαετία γλοιωδών τεμενάδων στη δυτική αστική τάξη (1956‑1964) επί του ρεβιζιονιστή παλινορθωτή του καπιταλισμού Χρουστσόφ, για δεκαετίες μετά την άνοδο του Μπρέζνιεφ στην εξουσία στην ΕΣΣΔ διέπρεψε στην αντιμαρξιστική δημαγωγία για τα σεντούκια των πλούσιων, που τάχα έχουν μέσα άπειρα λεφτά για μοίρασμα, με τα οποία θα λυνόταν μονομιάς ή έστω προσωρινά το ζήτημα της στερημένης ζωής των εργαζόμενων μαζών. Αυτή η εικόνα δεν έχει σε τίποτα να κάνει με την επαναστατική κριτική του μαρξισμού στον καπιταλισμό, αλλά είναι περισσότερο μια κριτική μικροαστικού τύπου, στη βάση της δηλαδή μια αντισημιτική καρικατούρα ενός “αντικαπιταλισμού” της εξωτερικής μορφής, ένας αντιδραστικός φορμαλισμός. Έχει βασικά αντικαταστήσει την πάλη για την επανάσταση με τον πραξικοπηματισμό της εξ εφόδου κατάληψης (και όχι καταστροφής) του αστικού κράτους, που τάχα θα επιβάλει από τα πάνω τον “σοσιαλισμό”, δηλαδή τη δικτατορία μιας κλίκας ρωσόδουλων γραφειοκρατών κι ακόμη περισσότερο ολιγαρχών που θα αντικαταστήσουν εξωοικονομικά την κλασσικού τύπου αστική τάξη ως ταυτόχρονα πολιτική και οικονομική “ελίτ”.
Αυτό δε σημαίνει ότι η συσσώρευση κεφαλαίου, δεν έχει φτάσει σε ένα ακραίο και πρωτοφανές όριο, το οποίο “ζητάει” αντικειμενικά - όχι όμως κρατικά πραξικοπηματικά από τα πάνω - πραγματική κοινωνικοποίηση του πλούτου για το πέρασμα από την ανθρώπινη προϊστορία στην πραγματικά ελεύθερη, ανώτερη συνθήκη πολιτισμού των ελεύθερα συνεταιρισμένων παραγωγών.
Αυτά είναι στρατηγικά ζητήματα. Όμως δεν μπορούμε πρακτικά αυτή τη στιγμή να συζητάμε για το πέρασμα της ανθρωπότητας στον κομμουνισμό επειδή αυτό το πέρασμα, δηλαδή την προλεταριακή επανάσταση και το σοσιαλισμό τα έχουν τραυματίσει και υπονομεύσει εδώ και 70 χρόνια οι ψευτοαριστεροί σοσιαλφασίστες αναθεωρητές του μαρξισμού.
Εδώ μιλάμε για το ζήτημα της ταξικής πάλης σε μια από τις κομβικότερες πολιτικά χώρες του Β΄ Κόσμου, τη Γαλλία, που αποτελεί την πολιτική “καρδιά” της ευρωπαϊκής ηπείρου, δηλαδή του μεγάλου αστοδημοκρατικού μπλοκ χωρών που βρίσκεται στο στόχαστρο του ρωσοκινέζικου Άξονα, ιδιαίτερα της ναζιΡωσίας του Πούτιν. Κι αυτό σε συνθήκες προοιμίου του Γ΄ Παγκόσμιου Πολέμου.
Για το ζήτημα της φορολόγησης του μεγάλου πλούτου
Το δημοσιονομικό πρόβλημα της Γαλλίας, που έχει οδηγήσει το χρονιάτικο έλλειμμα του προϋπολογισμού της άνω του 5,5%, είναι ιστορικά αποτέλεσμα των για δεκαετίες ψηλών σχετικά με τα κρατικά έσοδα κρατικών δαπανών, στις οποίες ομονοούσαν γκωλικοί και σοσιαλιστές ‑ λόγω της φιλοσοφίας για ισχυρή παρέμβαση του κράτους στην οικονομία, του γαλλικού dirigisme (“διοικητισμός”) που ήταν εν μέρει μεταπολεμική στρατηγική ανεξάρτητης εθνικής ανάπτυξης σε συνθήκες απώλειας των αποικιών και εν μέρει απάντηση της γαλλικής αστικής τάξης στον κίνδυνο για την ίδια από τον επαναστατικό κομμουνισμό.
Πιο πρόσφατα, επί προεδρίας Μακρόν, ρόλο στην αύξηση του βάρους του χρέους έπαιξαν άλλοι δύο παράγοντες: οι φοροελαφρύνσεις του προς το μεγάλο κεφάλαιο και τις μεγάλες περιουσίες μόλις ανέλαβε την εξουσία, με στόχο την τόνωση των επενδύσεων, γεγονός που μείωσε τα κρατικά έσοδα. Σε αυτή τη μείωση προστέθηκε και η πλατιά στήριξη που χρειάστηκε να δώσει το γαλλικό κράτος σε μεγάλα τμήματα του πληθυσμού κατά τη διάρκεια της πανδημίας, αλλά και μετά στη διάρκεια της ενεργειακής κρίση που προκάλεσε η Ρωσία ακόμα και πριν από τη ναζιστικού τύπου εισβολή του Πούτιν στην Ουκρανία.
Ο Μακρόν, με όλα τα ταξικά αρνητικά του, έχει σταθεί αντικειμενικά μια θετική δύναμη αντίστασης και υπεράσπισης της ευρωπαϊκής ενότητας απέναντι τον ρώσικο σοσιαλιμπεριαλισμό, αλλά και στην Κίνα (στο δεύτερο μάλιστα περισσότερο σε σχέση με τη Γερμανία, που εξαρτάται πιο πολύ από τη Γαλλία από τις εξαγωγές της προς το Πεκίνο).
Χαρακτηριστική είναι η θετική γραμμή του Μακρόν για το ζήτημα της Γάζας, όπου έχει ηγηθεί της απόπειρας μετώπου συμμαχίας με τις αραβικές χώρες με επικεφαλής τη Σαουδική Αραβία, σε μια ταυτόχρονα αντι‑Χαμάς και αντι‑Νετανιάχου γραμμή, για λύση δύο κρατών (Ισραήλ ‑ Παλαιστίνη). Η γραμμή Μακρόν αντικειμενικά βρίσκεται στον αντίποδα της ρώσικης, που θέλει ακριβώς πανίσχυρους τόσο τους ισλαμοναζί όσο και τους ακροδεξιούς του αναθεωρητικού σιωνισμού και της άρνησης της αυτοδιάθεσης του παλαιστινιακού έθνους, προκειμένου το Κρεμλίνο να απομονώνει την Ευρώπη από τις τεράστιες μάζες 2 δισ. ανθρώπων του μουσουλμανικού κόσμου, από το Μαρόκο έως την Ινδονησία και βαθύτερα συνολικά από τον Γ’ Κόσμο, με τον βλέμμα στον παγκόσμιο πόλεμο.
Σημαίνουν τα παραπάνω ότι το γαλλικό προλεταριάτο και ευρύτερα η εργαζόμενη μάζα της Γαλλίας πρέπει να υποταχθεί ταξικά στη γραμμή Μακρόν, στο όνομα μιας αντιρώσικης ενότητας; Κάθε άλλο. Αντίθετα, η δουλειά του συνειδητού προλεταριάτου είναι να αναγκάσει τον Μακρόν και τη γαλλική μεγαλοαστική τάξη σε παραχωρήσεις οι οποίες θα απομονώσουν πολιτικά τους ρωσόδουλους δημαγωγούς, τις Λεπέν και τους Μελανσόν και θα δημιουργήσουν τους όρους για ένα αντιρώσικο (βαθύτερα αντιρωσοκινέζικο) πατριωτικό και δημοκρατικό μέτωπο, τόσο στη Γαλλία όσο ‑ σε τελική ανάλυση ‑ και στην Ευρώπη.
Είναι λοιπόν σωστή η πρόταξη του φόρου Ζουκμάν ως αιτήματος αιχμής, όπως ισχυρίζονται από κοινού σοσιαλδημοκράτες και σοσιαλφασίστες;
Οι κομμουνιστές, από θέση αρχής, δεν περιμένουν τη σωτηρία του λαού από τη φορολογία του αστικού κράτους πάνω στα κέρδη του κεφαλαίου ή στην ατομική περιουσία των κεφαλαιοκρατών. Στηρίζουν γενικά τέτοια μέτρα ως μεταβατικά ή ως μέτρα ανακούφισης της εργαζόμενης μάζας από προοδευτικές κυβερνήσεις αντιφασιστικών ή αντιιμπεριαλιστικών μετώπων, ενώ τα ζητούν από αντιδραστικές κυβερνήσεις που βρίσκονται υπό την πίεση του λαϊκού κινήματος. Δε τα θεωρούν ωστόσο ζήτημα αρχής παντού και πάντα.
Η βασική κριτική των αστοφιλελεύθερων στο φόρο Ζουκμάν είναι ότι, σε συνθήκες παγκόσμιας ελευθερίας κίνησης του κεφαλαίου, ο φόρος δεν πρόκειται να αποδώσει τα 15‑20 δισ. ευρώ που υπολογίζουν οι υποστηρικτές του μέτρου, αλλά μόλις 5 δισ. και θα οδηγήσει σε πάγωμα των επενδύσεων, οικονομική ύφεση, φυγή κεφαλαίου προς τις ΗΠΑ, άλλες ευρωπαϊκές ή μεσανατολικές χώρες κλπ. Στην ίδια γραμμή βρίσκονται και οι εργοδοτικές ενώσεις της Γαλλίας, που μιλούν για “κομμουνιστικό φόρο” και “δήμευση περιουσιών”.
Είναι αλήθεια ότι στον κόσμο της φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, η δυνατότητα του κεφαλαίου να φοροαποφεύγει και να φοροδιαφεύγει έχει αυξηθεί αλματωδώς, ειδικά με όχημα τους φορολογικούς παραδείσους, τους οποίους χρησιμοποιούν δυτικοί και ανατολικοί μεγαλοαστοί και ολιγάρχες για κάθε είδους βρωμοδουλειά, από την απλή φοροδιαφυγή μέχρι την εγκληματική δραστηριότητα ή (για τους δεύτερους) την εξυπηρέτηση των σκοπών του ρωσοκινέζικου πολεμικού άξονα. Η Γαλλία εκτιμά ότι χάνει ετησίως περίπου 40 δισ. ευρώ από φοροδιαφυγή μέσω παραδείσων, ποσό διπλάσιο από αυτό που υπολογίζεται να συγκεντρώσει ο φόρος Ζουκμάν.
Μια σωστή προοδευτική κριτική λοιπόν εδώ είναι ότι η επιβολή μέτρων τύπου φόρου Ζουκμάν, αν γίνεται στο πλαίσιο της προετοιμασίας της Ευρώπης για την αντίστασή της στον Άξονα, πρέπει να γίνει τουλάχιστον από κοινού σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, αν είναι δυνατόν και σε συμφωνία‑συναντίληψη με τις υπόλοιπες δημοκρατικές χώρες του Β’ Κόσμου (Βρετανία, Ιαπωνία, Νότια Κορέα, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία, Καναδάς), ώστε οι κεφαλαιοκράτες κι ακόμη περισσότερο τα ραντιέρικα τμήματά τους να μην μπορούν εύκολα να παίξουν στις ενδοευρωπαϊκές αντιθέσεις και ανταγωνισμούς. Χαρακτηριστική τέτοιων διασπαστικών κινήσεων ήταν πρόσφατα η προσπάθεια της εθνικίστριας (με φασιστικές ρίζες) Μελόνι να προσελκύσει στην Ιταλία τους Γάλλους κεφαλαιοκράτες που θέλουν να φοροδιαφύγουν, πράγμα που προκάλεσε τη διαμαρτυρία της Γαλλίας.
Η μία πλευρά λοιπόν μιας προσπάθειας επιβολής έκτακτων εισφορών στο μεγάλο κεφάλαιο στις σημερινές συνθήκες είναι η ανάγκη για διεθνοποίηση ή τουλάχιστον ευρωπαιοποίηση τέτοιων μέτρων, προκειμένου να εξασφαλιστεί η αποτελεσματικότητά τους. Η άλλη, για την οποία ποτέ δε μιλούν οι σοσιαλφασίστες, αλλά στην οποία δεν κάνουν κεντρική ούτε οι σοσιαλδημοκράτες, είναι η ανάγκη για πανευρωπαϊκή οικονομική άμυνα στο κινεζικό ντάμπινγκ, δηλαδή στον αθέμιτο οικονομικό ανταγωνισμό του κινεζικού φασιστικού μονοπώλιου, που έχει μετατρέψει εδώ και τρεις δεκαετίες τη χώρα του σε παγκόσμιο εργοστάσιο φτηνού μεροκάματου, συμπιέζοντας ή και τσακίζοντας τις αμοιβές των εργαζομένων σε παγκόσμια κλίμακα, χώρια από τις πελώριες κρατικές επιδοτήσεις που εισπράττει για να συντρίβει τους δυτικούς ανταγωνιστές του. Από το 1990 έως το 2020, η Κίνα αύξησε τις εξαγωγές μεταποιημένων προϊόντων κατά 2.300%, ενώ το μερίδιο της Ευρώπης στις παγκόσμιες εξαγωγές μεταποίησης μειώθηκε κατά σχεδόν 25%. Παράλληλα, λόγω της βάρβαρης δικτατορίας των Κινέζων αστών νέου τύπου, η Κίνα δεν υφίσταται πολιτικά την πίεση να αναπτύξει την εσωτερική της αγορά και το βιοτικό επίπεδο του πληθυσμού της, γεγονός που της επιτρέπει να χρησιμοποιεί το παραγωγικό δυναμικό που συσσωρεύει για να πετυχαίνει την παγκόσμια προώθηση των θέσεων του ρωσοκινέζικου Άξονα (Αφρική, Λατ. Αμερική, Μέση Ανατολή). Επίσης μετά την νέα προεδρία του Τραμπ και τον πολιτικό και οικονομικό πόλεμο που έχει εξαπολύσει ενάντια στην Ευρώπη είναι απαραίτητη η οικονομική άμυνα της Ευρωπης να περιλάβει και την απάντηση της στην αμερικανική επίθεση.
Πώς συνδυάζεται η μάχη του προλεταριάτου για το ψωμί με την άμυνα απέναντι στους νεοχιτλερικούς
Για να ληφθούν όμως τέτοια μέτρα στην Ευρώπη, απαιτείται ένας άλλος πολιτικός προσανατολισμός που δεν είναι δυνατός για τις αστικές τάξεις αν αυτές δεν πιεστούν από το προλεταριάτο. Τα πολιτικά πιο διορατικά τμήματα αυτών των τάξεων “βλέπουν” τον επερχόμενο πόλεμο και τον θανάσιμο κίνδυνο που συνιστά ο Άξονας. Όμως αυτός ο κίνδυνος από μόνος του δεν φτάνει για να βγάλει τους κεφαλαιοκράτες σαν τάξη έξω από το ένστικτό της υπεράσπισης του ατομικού θησαυροφυλακίου τους και να τους μετατρέψει έστω για μια περίοδο σε μια τάξη που να υποτάσσει αυτό το ένστικτο στη συλλογική αντίληψη εθνικού και παραπέρα ευρωπαϊκού συμφέροντος. Αυτό μπορεί να συμβεί μόνο σε ένα βαθμό και μάλιστα μόνο όσο ένα ευρύτερα εργατικό και λαϊκό κίνημα, δηλαδή κίνημα των πραγματικά συνεπών πατριωτικών τάξεων θα αναπτύσσεται και θα τους σπρώχνει και κυρίως θα τους υποχρεώνει να ακολουθήσουν αυτή την κατεύθυνση. Μόνο ένα τέτοιο κίνημα θα τους δημιουργεί τον φόβο ότι αν δε τα καταφέρουν εκείνοι, θα αναλάβουν αυτές οι τάξεις τα ηνία της αντιφασιστικής πάλης. Δίχως ένα τέτοιο κίνημα οι τάσεις συμβιβασμού και συνδιαλλαγής με τον Άξονα μέσα στις αστικές τάξεις θα δυναμώνουν.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και ο προοδευτικός αστοδημοκράτης Γκλιξμάν αδυνατεί να συνδέσει στην επιχειρηματολογία του τα μέτρα φορολόγησης των μεγάλων περιουσιών με την ευρωπαϊκή ενότητα ενάντια στον Πούτιν, της οποίας είναι βασικός υποστηρικτής. Ακόμη λιγότερο κάνουν αυτή τη σύνδεση τα γαλλικά συνδικάτα, ακόμη και η αστοδημοκρατική CFDT, στις πλατφόρμες των οποίων ο πόλεμος και η επικείμενη ανάγκη ενότητας και αντίστασης στον ρωσοκινέζικο φασισμό είναι απλά ανύπαρκτη. Εκεί κυριαρχεί ο σοσιαλδημοκρατικός και βαθύτερα ο τροτσκιστικού τύπου “αντινεοφιλελεύθερος” οικονομισμός, που στο βάθος συνεχίζει να βλέπει τη Δύση ως κέντρο της παγκόσμιας αντίδρασης και σαν κύριο οικονομικό εχθρό. Εκεί πρέπει να τοποθετείται ιδεολογικά και ο ίδιος ο Ζουκμάν, που έχει διατελέσει σύμβουλος του σοσιαλφασίστα Λούλα της Βραζιλίας, χαρακτηριστικού τροτσκο-σοσιαλκρατιστή κεντριστή που αρνείται να καταδικάσει τον Πούτιν για τον πόλεμο της Ουκρανίας και είναι οπαδός της ενότητας με Ρωσία-Κίνα στους BRICS και της γραμμής για παγκόσμιο φόρο Ζουκμάν στο πλαίσιο της G20.
Δεδομένου ότι στη Ρωσία και στην Κίνα, οι μεν κρατικο-ολιγάρχες δισεκατομμυριούχοι είναι ενσωματωμένοι στον κρατικό-κομματικό μηχανισμό και αποκτούν τον πλούτο τους εξωοικονομικά, οι δε κάπως ανεξάρτητοι ιδιώτες μεγαλοαστοί (όλο και λιγότεροι πια) αποτελούν στόχο απαλλοτρίωσης από πλευράς του κρατικοφασιστικού μονοπώλιου, μπορεί κανείς να καταλάβει τι σόι “φιλεργατισμός” κρύβεται πίσω από μια γραμμή στην οποία οι Πούτιν, οι Σι και οι βαστάζοι τους τύπου Λούλα παρουσιάζονται ως διεθνείς τιμωροί του “δυτικού μεγαλοαστού δισεκατομμυριούχου” και πρωτομάστορες της φορολόγησής του. Δεν αποκλείεται μάλιστα (κάθε άλλο), οι πουτινικοί και οι κινέζοι φασίστες να “περιθάλψουν” τους δυτικούς μεγαλοαστούς που θα τρέχουν πανικόβλητοι να σώσουν τα σεντούκια τους, όπως έκανε ο Πούτιν στις αρχές της προεδρίας Ολάντ το 2013-2014, όταν εκείνος είχε επιβάλει έκτακτη φορολογία 75% στο τμήμα του ετήσιου εισοδήματος που ξεπερνούσε το 1 εκατ. ευρώ.
Παραπέρα ωστόσο, υπάρχει και μια άλλη εμφατικά δεξιά πλευρά στην πρόταση για το φόρο Ζουκμάν η οποία έχει στο βάθος ιδεολογικό χαρακτήρα: η πρόταση για φορολόγηση 2% επί της αξίας της περιουσίας όσων κατέχουν άνω των 100 εκατ. ευρώ σε περιουσιακά στοιχεία αφορά έναν αριθμό μεταξύ 635 και 1.800 νοικοκυριών ή φυσικών προσώπων στη Γαλλία. Οι δε δισεκατομμυριούχοι, τους οποίους ο ρωσόδουλος Μελανσόν θέλει να βάλει περισσότερο στο κάδρο, είναι μόλις 53. Η συγκεκριμένη πρόταση αφήνει σχετικά ή απόλυτα στο απυρόβλητο μία μάζα 2,8‑2,9 εκατομμυρίων φυσικών προσώπων, που κατέχουν περιουσίες 1 - 99 εκατ. ευρώ. Ακόμη κι αν δεχόμασταν η έκτακτη επιβάρυνση να ξεκινούσε σε υψηλότερο επίπεδο, π.χ. στα 5 ή στα 10 εκατ. ευρώ καθαρής αξίας περιουσίας, είναι προφανές ότι και από οικονομική άποψη και από άποψη ταξικού επιμερισμού του βάρους, ένας φόρος και σε αυτές τις περιουσίες, έστω με κλιμάκωση (υψηλότερα ποσοστά όσο υψηλότερη είναι η περιουσία) θα μπορούσε να παραγάγει πολύ περισσότερα από τις πονηρές ονειροφαντασίες των τροτσκιστών για τα άπειρα σεντούκια των “υπερπλούσιων”.
Πρόκειται εδώ, ειδικά στην περίπτωση Μελανσόν, για μια απόπειρα του πουτινικού μπλοκ να κάνει συμμαχικό μέτωπο με τους δυτικούς μεγαλοαστούς και τα ανώτερα διευθυντικά στελέχη που ανήκουν στο 5% του πλουσιότερου τμήματος του πληθυσμού, αλλά δεν αποτελούν την κορυφή του. Την πολιτική, άλλωστε, των πιο πλατιών ταξικών και πολιτικών μετώπων, οι σοσιαλφασίστες την έχουν κληρονομήσει από τον μαρξισμό και απλώς την έχουν αντιστρέψει. Ανάλογη γραμμή έχει η τροτσκο-μπουχαρινικού τύπου “ριζοσπαστική σοσιαλδημοκρατία” και στις ΗΠΑ (Σάντερς-Κορτέζ), με το κίνημα ενάντια στο “1%”, δηλαδή και πάλι όχι ενάντια στην υπόλοιπη αστική τάξη που περιλαμβάνει και τα μικρά και μεσαία αφεντικά, αλλά και τα στελέχη των μονοπωλίων που έχουν μεγάλες ψηλές αμοιβές και μεγάλες περιουσίες, καθώς και τους μικρομεσαίους μετόχους των μονοπωλίων και τους κρατικούς ομολογιούχους που οι διάφοροι ψευτοαριστεροί τους χαρακτηρίζουν σαν μικρή η και μεσαία αστική τάξη, ενώ η οικονομική και ταξική λειτουργία τους τους κάνει τμήμα του μονοπωλιακού κεφάλαιου και σε ό,τι αφορά τους ραντιέρηδες, του πιο παρασιτικού. Επίσης εδώ υποβόσκει, όπως και στον ίδιο το Ζουκμάν, η αντιδραστική θεωρία ότι η μεγάλη καπιταλιστική επιχείρηση είναι στο βάθος παρασιτική και πραγματικά παραγωγικό είναι το μικρό και μεσαίο τμήμα του κεφαλαίου, που επίσημα δε θίγεται από τον “φόρο Ζουκμάν”.
Τα συνθήματα του λαϊκού αντιφασιστικού μετώπου σε συνθήκες πολιτικής κυριαρχίας των αστοφιλελεύθερων δυνάμεων
Μια κομμουνιστική Αριστερά και ένα ρωμαλέο εργατικό κίνημα τύπου Γ’ Διεθνούς θα ξεκαθάριζε τα πράγματα, φυσικά πολύ πιο παστρικά: θα ξεσκέπαζε και θα απομόνωνε πολιτικά, στη Γαλλία και ευρύτερα, το ρώσικο, τροτσκο‑σοσιαλδημοκρατικό ρεύμα των διάφορων Μελανσόν (και Κόρμπιν, Σάντερς κλπ.), θα είχε κύριο στόχο τον λεπενικό, πουτινόδουλο φασισμό, από τον οποίο θα αποσπούσε κρίσιμη λαϊκή μάζα που τον ακολουθεί, μέσα από αντιφασιστική αγκιτάτσια και ανάδειξη του ξενόδουλου, αντιλαϊκού και αντεργατικού χαρακτήρα του και θα καθάριζε τη θέση του απέναντι στους Μακρόν με τα συνθήματα: “ψωμί για τους προλετάριους εργαζόμενους, όπλα για την άμυνα απέναντι στον ρωσοκινέζικο Άξονα ‑ Αντιφασιστική άμυνα με το λαό στο περιθώριο δε γίνεται ‑ Λαός βορά στη Λεπέν και στο Μελανσόν είναι αντεθνική και αντιευρωπαϊκή προδοσία”.
Το βαθύτερο ζήτημα είναι ότι σε συνθήκες Γ΄ Παγκοσμίου Πολέμου, την πρώτη φάση του οποίου έχει ήδη ξεκινήσει στο ουκρανικό μέτωπο ο νεοναζιστικός άξονας Ρωσίας ‑ Κίνας, το προλεταριάτο στο Β΄ Κόσμο και στις ΗΠΑ δεν μπορεί απλώς να στοιχηθεί και να συρθεί πίσω από τα μη φασιστικά, κάπως αστοδημοκρατικά τμήματα των αστικών τάξεων.
Για να μπορέσει να εκτελέσει τα πατριωτικά και αντιφασιστικά του καθήκοντα και να μη γίνει βορά της δημαγωγίας των σοσιαλιμπεριαλιστών ναζί, που ξέρουν όσο κανένας ιμπεριαλισμός στην ιστορία (και πάντως πολύ καλύτερα από το Χίτλερ, το Μουσολίνι και το Χιροχίτο) να μιλάνε στο όνομα των καταπιεσμένων, το ευρωπαϊκό και ειδικά το γαλλικό προλεταριάτο σωστά ζητά όσο δικαιότερο μοίρασμα των βαρών γίνεται στα πλαίσια του δοσμένου ταξικού συσχετισμού δυνάμεων.
Το γεγονός ότι σε αυτή την πάλη ηγούνται δυνάμεις ρεφορμιστικές (καθώς τις μαζικές κομμουνιστικές επαναστατικές τις διέλυσε ως τα τέλη του προηγούμενου αιώνα με απαράμιλλο πάθος ο ρωσοκινέζικος σοσιαλφασιστικός ρεβιζιονισμός, μέσα σε άγρια ‑ τότε ‑ χειροκροτήματα χαράς από τις δυτικές αστικές τάξεις), δεν πρέπει να θολώνει την κρίση κανενός.
Τα σχετικά πιο προοδευτικά και πολιτικά πιο διορατικά κομμάτια της δυτικής μονοπωλιακής και πιο πολύ τα αντίστοιχα της μη μονοπωλιακής αστικής τάξης θα αντισταθούν σε έναν βαθμό στον ρωσοκινέζικο Άξονα μόνον αν έχουν να συναγωνιστούν έναν συνεπή λαϊκό αντιφασιστικό πόλο στο εσωτερικό της κάθε χώρας, με τον οποίο θα βρίσκονται διαρκώς σε σχέση ενότητας ενάντια στον σύγχρονο ναζισμό και στους ντόπιους φαιο‑”κόκκινους” υποτακτικούς του, αλλά και θα έχουν την τάση να υποχωρούν ή ακόμα και να συνεργάζονται με αυτούς όταν θα απειλούνται από την πάλη για το ψωμί και τα πλατιά κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα του εργαζόμενου λαού. Αυτό θα κρατήσει ως τη στιγμή που οι ανάγκες της πάλης ενάντια στους νεοχιτλερικούς θα δείξουν την αδυναμία της μεγαλοαστικής τάξης να οδηγήσει τους λαούς στη νίκη. Γιατί αυτή η νίκη θα είναι δυνατή μόνο αν ρίξει το λαϊκό, εργατικό και, κυρίως, το αντιιμπεριαλιστικό προσωπείο που φοράνε οι νέοι χίτλερ, πράγμα που από τη φύση της η μεγαλοαστική τάξη, ακόμα και η πιο δημοκρατική, δεν μπορεί να το κάνει.
Γι’ αυτό το λόγο αναγκαστικά οι μάζες του παγκόσμιου προλεταριάτου και των δισεκατομμυρίων των λαών του τρίτου κόσμου, θα ζητήσουν εναγώνια εκπροσώπηση και ηγεσία, οπότε θα στραφούν στο νέο συνειδητό προλεταριάτο που ήδη συγκροτείται στη βαθύτερη ως τώρα θεωρητική και πρακτική μαρξιστική βάση του για να ηγηθεί εκείνο του παγκόσμιου αντι-νεοχιτλερικού αγώνα. Έτσι η αναπόφευκτη ήττα των νεοχιτλερικών θα είναι ταυτόχρονα και η πιο ντροπιαστική και συντριπτική ήττα κάθε ψεύτικης αριστεράς που θα τους ακολουθήσει ως το τέλος στην συντριβή.