Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΗΠΑ-ΑΦΓΑΝΙΣΤΑΝ

ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΤΟΥ ΠΡΟΒΟΚΑΤΟΡΑ

Ο ρώσικος σοσιαλιμπεριαλισμός κερδίζει την Ασία, διεισδύει στη Δύση

Σε ότι αφορά το ίδιο το κείμενο πρέπει να σημειώσουμε ότι εκεί που σε παρένθεση αναφέρεται μια σελίδα βιβλίου (π.χ. σελ. 212), πρόκειται για το εξαιρετικά πλούσιο σε πηγές και αξιόπιστο βιβλίο του δημοσιογράφου Michael Griffin “Δρέποντας τον Ανεμοστρόβιλο” (Reaping the Whirlwind, Pluto Press). Μερικές αναφορές σε αγγλόφωνο Τύπο που δεν αποδίδονται στη Μοντ είναι από τις πηγές αυτού του βιβλίου.

Mια πετυχημένη προβοκάτσια έχει γενικά το εξής περιεχόμενο: Ο δημιουργός της προκαλεί στο θύμα του ένα πλήγμα τέτοιο που να το αποπροσανατολίζει, δηλαδή το κάνει να στραφεί ενάντια σε έναν τρίτο και όχι ενάντια στον ίδιο τον προβοκάτορα. Η προβοκάτσια είναι εξαιρετική όταν συμβαίνει και αυτός ο τρίτος να είναι ένας μεγάλος εχθρός του προβοκάτορα. Η προβοκάτσια είναι αριστουργηματική όταν ο προβοκάτορας καταφέρνει να εμφανιστεί στα μάτια των δύο θυμάτων του, δηλαδή στα μάτια των εχθρών του, σαν ο καλύτερος φίλος τους ή έστω σα δευτερεύων εχθρός τους.
Αυτό το τελευταίο είδος προβοκάτσιας απαιτεί από τη μια έναν προβοκάτορα - επιστήμονα και από την άλλη δύο θύματα που να είναι ταυτόχρονα γεμάτα άγνοια για τη φύση του κοινού εχθρού τους και γεμάτα βαθιές εσωτερικές αδυναμίες.
Αυτές όλες οι προϋποθέσεις υπάρχουν τώρα και συμπυκνώνονται στον αφγανικό πόλεμο που μόλις ξεκίνησε.
Ο επιστήμονας προβοκάτορας, ο ρώσικος σοσιαλιμπεριαλισμός, απολαμβάνει την σύρραξη στην οποία έχουν εμπλακεί τα δύο θύματά του, οι ΗΠΑ και το Αφγανιστάν, και πυρετώδικα κινείται για να δρέψει τους καρπούς της.
Δύο στρατηγικοί του αντίπαλοι, ο αντίπαλος ιμπεριαλισμός και ένας τυπικός και ακραίος του αντίπαλος μέσα στον τρίτο κόσμο, έχουν εμπλακεί σε εξοντωτικό πόλεμο. Την ίδια στιγμή στα μάτια και των δύο αυτών θανάσιμων εχθρών η Ρωσία φαντάζει είτε σαν μεγάλος φίλος (για τις ΗΠΑ), είτε σαν ενδιάμεση δύναμη ή έστω σαν δευτερεύων εχθρός (για τους Ταλιμπάν).
Αυτό δεν είναι ένα κατόρθωμα περιορισμένο στο χώρο του Αφγανιστάν ή έστω του Πακιστάν. Πρόκειται για ένα στρατηγικό επίτευγμα που αφορά την δημιουργία μιας ολοένα και πιο ανταγωνιστικής σχέσης ανάμεσα στις ΗΠΑ και τον τρίτο κόσμο σε όφελος του ρωσοκινεζικού άξονα. Αυτός ο άξονας καταφέρνει τώρα να εμφανίζεται ταυτόχρονα σαν φίλος των ΗΠΑ, σαν φίλος της Ευρώπης και σαν ο λιγότερο εχθρικός ιμπεριαλιστικός παράγοντας για τον τρίτο κόσμο.
Τέτοια πράγματα δεν γίνονται από τη μια στιγμή στην άλλη. Χρειάζονται χρόνια υπομονετικής δουλειάς στη βάση ενός καλά επεξεργασμένου σχεδίου. Στην προκειμένη περίπτωση χρειάζεται τα δύο θύματα να είναι τόσο διαβρωμένα από τους πράκτορες και την πολιτική γραμμή του προβοκάτορα, ώστε μόλις αυτός δώσει το καταλυτικό χτύπημα η σύγκρουση των θυμάτων του να είναι δεδομένη.
Ας προσπαθήσουμε ωστόσο να μελετήσουμε αυτή τη σύγκρουση και να εξετάσουμε πιο συγκεκριμένα τη φύση της καθώς και τη φύση και τις ιστορικές ευθύνες του καθένα από τους πρωταγωνιστές της.
Αυτό πρέπει να το κάνουμε, όχι για λόγους θεωρητικούς, ή για να αποδώσουμε δικαιοσύνη, αλλά γιατί οι λαοί όλου του κόσμου έχουν την υποχρέωση να τοποθετηθούν πρακτικά σ’ αυτόν εδώ τον πόλεμο πιέζοντας στη μια ή στην άλλη κατεύθυνση και ανάλογα με τις περιστάσεις τον ένα ή τον άλλο από τους πρωταγωνιστές της.
Από γενική άποψη ΗΠΑ και Αφγανιστάν ή αλλιώς, κυβέρνηση των ΗΠΑ και Ταλιμπάν, διεξάγουν ανάμεσά τους έναν άδικο πόλεμο, δηλαδή έναν πόλεμο άδικο και για τις δύο πλευρές ακριβώς επειδή αυτή καθεαυτή η σύγκρουσή τους είναι η πολιτική του προβοκάτορα. Η μόνη δίκαιη εξέλιξη είναι να σταματήσει αμέσως αυτός ο πόλεμος και οι δύο εμπλεκόμενες πλευρές να ασχοληθούν μ’ εκείνον που τον προκάλεσε.
Όμως η ευθύνη και των δύο αυτών πλευρών για την εκδήλωση του πολέμου δεν είναι ακριβώς ίση. Κάποια πλευρά φέρνει μεγαλύτερο βάρος και σε αυτήν πρέπει να ασκηθούν από τους λαούς του κόσμου οι μεγαλύτερες πιέσεις για το σταμάτημα του πολέμου.
Στην προκειμένη περίπτωση και σε τούτη εδώ τη φάση της σύγκρουσης τη μεγαλύτερη ευθύνη ανάμεσα στα δύο θύματα της προβοκάτσιας έχει η κυβέρνηση και γενικότερα το πολιτικό καθεστώς των ΗΠΑ. Οι Ταλιμπάν έχουν την δευτερεύουσα ευθύνη. Οι περισσότερες πιέσεις των λαών και των δημοκρατών σε όλο τον κόσμο πρέπει να ασκηθούν στις ΗΠΑ
Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι τα δύο θύματα δεν έχουν τις ίδιες σχέσεις με τον προβοκάτορα. Οι ΗΠΑ έχουν ανοιχτή και θερμή πολιτική και στρατιωτική συνεργασία μαζί του, ενώ το Αφγανιστάν είναι σε στρατιωτική σύγκρουση μαζί του παρ’ όλες τις γέφυρες που ρίχνει προς αυτόν.
Στο Αφγανιστάν υπάρχουν αυτή τη στιγμή δύο πολεμικά μέτωπα: Οι ΗΠΑ βομβαρδίζουν τους Ταλιμπάν και χρησιμοποιούν ενάντιά τους ελάχιστες δυνάμεις στο έδαφος έχοντας γενικά περιορισμένους πολιτικούς στόχους. Αντίθετα η Ρωσία διεξάγει πόλεμο, τον μόνο μεγάλο πόλεμο στο έδαφος, μέσα από τον φιλικό της στρατό, τη Βόρεια Συμμαχία. Από τα δύο αυτά μέτωπα, το βασικό μέτωπο είναι αυτό στο έδαφος ανάμεσα στους Ταλιμπάν και τη Β. Συμμαχία, γιατί αυτό κρίνει την πολιτική εξουσία στη χώρα. Οι βομβαρδισμοί απλά βοηθάνε τη Β. Συμμαχία δηλαδή τη Ρωσία να αποσπάσει αυτή την εξουσία στο Αφγανιστάν. Με λίγα λόγια την πολιτική εξουσία του προβοκάτορα στο Αφγανιστάν την πολεμάει μόνο η μία πλευρά, οι Ταλιμπάν, ενώ τη διευκολύνει η άλλη πλευρά του δίπολου των θυμάτων, οι ΗΠΑ.
Αν δεν αναγνωρίζουμε παρ’ όλα αυτά σαν δίκαιη πλευρά τους Ταλιμπάν στη συγκεκριμένη σύρραξη, είναι γιατί έχουν αποφασιστική συνεισφορά στην ανάπτυξη της προβοκάτσιας, καθώς ανέχονται, καλύπτουν και εκθειάζουν κατά περίπτωση έναν ένοπλο διεθνή κήρυκα του νεοναζισμού και της γενοκτονίας, τον Μπιν Λάντεν. Από αντικειμενική άποψη ο Μπιν Λάντεν είναι μια πλευρά και μάλιστα η πιο ακραία πλευρά του ρώσικου σοσιαλφασισμού στο ιδεολογικό επίπεδο, ενώ πολιτικά είναι ο καταλύτης της ρώσικης προβοκάτσιας. Δίχως έναν προβοκάτορα σαν τον Μπιν Λάντεν στο στρατόπεδο των Ταλιμπάν, η μεγάλη σφαγή του Μανχάταν θα ήταν κενή από πολιτικό περιεχόμενο και δίχως αυτόν δεν θα είχε πραγματοποιηθεί. Έτσι λοιπόν δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή μόνο μια δύναμη που συνεργάζεται με τον προβοκάτορα, οι ΗΠΑ, αλλά και μια άλλη δύναμη, οι Ταλιμπάν. Και τα δύο θύματα συνεργάζονται με το ρώσικο σοσιαλιμπεριαλισμό και παίζουν το παιχνίδι του, αλλά το καθένα με τον τρόπο του.
Ενώ στη μεταξύ τους σύγκρουση λοιπόν τα θύματα βρίσκονται σε άδικο δεν σημαίνει ότι βρίσκονται σε άδικο και όταν χτυπάνε τον κεντρικό προβοκάτορα ή την πολιτική του. Ίσα- ίσα πάνω σ’ αυτό το ζήτημα κρίνεται το γενικό δίκιο και το άδικό τους. Στο βαθμό λοιπόν που οι Ταλιμπάν πολεμάνε ενάντια στη Β. Συμμαχία δίνουν μια θετική μάχη, όσο και να είναι αρνητικοί για το ότι συνεργάζονται με τον Μπιν Λάντεν και γενικότερα το διεθνές ισλαμοφασιστικό κίνημα.
Αντίστοιχα οι ΗΠΑ, που παίζουν ένα καταστροφικό διεθνές παιχνίδι καθώς συμμαχούν με τη Ρωσία, δίνουν μια δευτερεύουσα θετική μάχη όταν παλεύουν από κοινού με το Πακιστάν για να εγκατασταθεί μια κυβέρνηση στην Καμπούλ, που να μην την ελέγχει η Β. Συμμαχία, αλλά να πλειοψηφεί σε αυτήν ένα μετριοπαθές τμήμα των Ταλιμπάν. Είναι και αυτή μια μορφή αντίστασης στη Ρωσία η οποία αρνείται κάθε συνεργασία με το μετριοπαθές τμήμα των Ταλιμπάν. Πρέπει λοιπόν κανείς να είναι με τους Ταλιμπάν όταν πολεμάνε τη Β. Συμμαχία, αλλά πρέπει πάντα να απαιτεί από αυτούς να παραδώσουν τον Μπιν Λάντεν. Πρέπει να είναι κανείς με τις ΗΠΑ, όταν συνεργάζονται με το Πακιστάν, αλλά βασικά πρέπει να απαιτεί κανείς από αυτές να σταματήσουν άμεσα τους βομβαρδισμούς και κάθε συνεργασία με τη Ρωσία και το ρωσοκινεζικό άξονα.
Γιατί όσο και να είναι κανείς με τους Ταλιμπάν όταν αντιστέκονται στη Β. Συμμαχία και όσο και να είναι κανείς με τις ΗΠΑ όταν αντιστέκονται στη ρώσικη διπλωματία, δεν θα μπορέσει να αλλάξει τα πράγματα όσο δεν αλλάζει η ίδια η σχέση μεταξύ Ταλιμπάν και ΗΠΑ. Όσο αυτή η σχέση είναι ανταγωνιστική οι δύο πόλοι της μοιραία θα σπρώχνονται σε υποταγή στον μεγάλο προβοκάτορα. Δεν είναι τυχαίο ότι οι Ταλιμπάν ήδη προτείνουν μέτωπο στη Β. Συμμαχία ενάντια στις ΗΠΑ και μάλιστα συζητούν με το πιο ρωσόφιλο κομμάτι της που εκπροσωπείται από τον Ουζμπέκο Ντοστόμ (Ελευθ. 18-10 και 20-10 -2001), ενώ ήδη ανταποκρίθηκε στο κάλεσμά τους για ενότητα ο αντιδυτικός, φιλοιρανός Χεκματυάρ. Από την άλλη δεν είναι τυχαίο ότι οι ΗΠΑ πιέζουν όλο και περισσότερο το Πακιστάν να δεχτεί μια πιο φιλορώσικη πολιτική εξουσία στην Καμπούλ.
Άρα δεν μπορεί κανείς να αποφύγει να πάρει θέση στην ίδια τη σύγκρουση μεταξύ των δύο θυμάτων της προβοκάτσιας και να δει πάνω στο έδαφος αυτής της ίδιας τις κύριες ευθύνες των δύο πλευρών σχετικά με το ξέσπασμα και την συνέχισή της. Αυτό άλλωστε είναι και το βαθύτερο επίπεδο στο οποίο θα ξανασυναντήσει κανείς τον προβοκάτορα.

Η ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΚΥΡΙΑ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΗΠΑ

α) Το γυναικείο ζήτημα και το όπιο

Η ιστορία της αμερικανοαφγανικής σύγκρουσης αποκαλύπτει τις κύριες ευθύνες του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού σε αυτήν. Αποκαλύπτει επίσης ότι είναι κάτω από την καθοδήγηση του φιλορώσου Κλίντον που αναπτύχθηκε και ωρίμασε αυτή η σύγκρουση πριν καλά καλά τη δουλέψει και από την αντίθετη κατεύθυνση για να την οδηγήσει στο παραλήρημα ο προβοκάτορας Μπιν Λάντεν.
Μπορεί κανείς να το διαπιστώσει αυτό αρχίζοντας από σήμερα και πηγαίνοντας στο παρελθόν για να αντλήσει νέα στοιχεία για τη φύση της σημερινής σύγκρουσης.
Τι έχουμε σήμερα: Έχουμε μια αμερικάνικη κυβέρνηση που κηρύσσει πόλεμο στην κυβέρνηση του Αφγανιστάν επειδή αυτή δεν της παραδίνει έναν άνθρωπο που η πρώτη κατηγορεί για μαζικό δολοφόνο καθώς και τα στελέχη των ενόπλων σωμάτων του.
Η κυβέρνηση του Αφγανιστάν για να συζητήσει αυτή την παράδοση ζητάει στοιχεία που να αποδεικνύουν την ενοχή του καταζητούμενου. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ όχι μόνο αρνείται να παραδώσει οποιοδήποτε στοιχείο στην κυβέρνηση του Αφγανιστάν, αλλά αρνείται να συζητήσει μαζί της. Η τοποθέτηση των ΗΠΑ, που επαναλαμβάνεται διαρκώς είναι ότι “εμείς ξέρουμε ότι ο Μπιν Λάντεν είναι ένοχος και το ξέρετε και εσείς, γι’ αυτό ζητάμε να τον παραδώσετε άμεσα σε μας και σε κανέναν άλλο, χωρίς συζήτηση και χωρίς προϋποθέσεις”.
Αυτή είναι μια στάση εξευτελιστική για οποιανδήποτε κυβέρνηση του κόσμου. Θα υπήρχε ένα ελαφρυντικό για τις ΗΠΑ αν η ενοχή του Μπιν Λάντεν ήταν προφανής και αν ήταν ακόμα προφανέστερο ότι οι Ταλιμπάν ήταν συνειδητοί και αδιαμφισβήτητοι υποστηρικτές της ναζιστικής του τρομοκρατίας.
Όμως η ενοχή του Μπιν Λάντεν δεν είναι καθόλου γενικά αδιαμφισβήτητη αφού τα στοιχεία που την τεκμηριώνουν έχουν δοθεί μόνο σε φιλικές κυβερνήσεις των ΗΠΑ και όχι στη διεθνή δημοσιότητα. Επιπλέον ούτε καν στις φιλικές τους κυβερνήσεις οι ΗΠΑ έχουν δώσει στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι η αφγανική κυβέρνηση ξέρει και υποστηρίζει τις τρομοκρατικές ενέργειες ενάντια στις ΗΠΑ.
Εδώ προβάλλονται δύο επιχειρήματα: Το ένα είναι ότι την κυβέρνηση των Ταλιμπάν δεν την αναγνωρίζει ο ΟΗΕ, ο οποίος μάλιστα αναγνωρίζει και τους βομβαρδισμούς, και το άλλο ότι εν πάσει περιπτώσει ο Μπιν Λάντεν τελικά αποδέχτηκε, έστω και έμμεσα την ενοχή του αφού εκθείασε τη σφαγή του Μανχάταν.
Το ότι ο ΟΗΕ δεν αναγνωρίζει μια κυβέρνηση δεν σημαίνει και πολλά πράγματα για τη διεθνή πολιτική νομιμότητα αυτής της χώρας, όπως δεν σημαίνει πολλά πράγματα και το αντίθετο.
Εδώ και αρκετά χρόνια, τουλάχιστον για μια δεκαετία, ο ΟΗΕ ασκεί δραστήρια μόνο μια πολιτική, εκείνη που του επιτρέπει η ταυτόχρονη σύμπτωση σε ένα ζήτημα των θέσεων των ΗΠΑ, της Ρωσίας και της Κίνας. Ο υπόλοιπος πλανήτης παίζει το ρόλο του κομπάρσου. Αυτή η σύμπτωση επειδή σημαίνει υποχρεωτικά κατάφαση των δύο μεγάλων χωρών του νέου νεοναζιστικού άξονα, της Ρωσίας και της Κίνας, σημαίνει τελικά πολιτική πολέμου και πολιτική αντίθετη με τις αρχές της ειρηνικής συνύπαρξης.
Στη Βοσνία ο χειρισμός της υπόθεσης από τον ΟΗΕ σήμαινε διαμελισμό της και αποδοχή μιας εθνοκάθαρσης. Στο Κόσσοβο σήμαινε μόνιμο καθεστώς προτεκτοράτου και διαμελισμό της Σερβίας. Στο Ιράκ συνέχιση της δικτατορίας Σαντάμ και βάσανα για τον ιρακινό λαό. Στη Ρουάντα η ανάμειξη του ΟΗΕ σήμαινε ατιμωρησία για την πραγματοποίηση μιας γενοκτονίας, στο Ζαίρ σήμαινε πολιτική κυριαρχία των ρωσόφιλων και διαμελισμό της χώρας. Φτάνει να ανακατευτεί σε ένα ζήτημα ο Κόφι Ανάν, αυτή η ενσάρκωση του κοινού μετώπου ΗΠΑ- Ρωσίας-Κίνας και τελικά της πολιτικής του ρωσοκινεζικού μετώπου, για να καταστραφεί μια χώρα.
Στο Αφγανιστάν ο ΟΗΕ έχει διαπράξει ένα από τα μεγαλύτερα πολιτικά του εγκλήματα με το να αρνείται τη διεθνή αναγνώριση μιας πραγματικής κυβέρνησης. Αυτό το έγκλημα οφείλεται στο ότι στο ζήτημα αυτό δίνει για χρόνια μια σκληρή πάλη στον ΟΗΕ η Ρωσία. Η Ρωσία χρησιμοποίησε τρία επιχειρήματα που ανέλαβε να τα προβάλει μαχητικά η προεδρία Κλίντον, όχι όλα μαζί, αλλά σταδιακά ανάλογα με την αποτελεσματικότητά τους. Δηλαδή όταν αποτύγχανε με το ένα να πετύχει την απομόνωση του Αφγανιστάν, επιστράτευε το άλλο.
Το πρώτο επιχείρημα ήταν η καταπίεση των γυναικών, το δεύτερο η καλλιέργεια όπιου και το τρίτο και τελευταίο στη σειρά και τελικά το μόνο αποτελεσματικό, ήταν το ζήτημα Μπιν Λάντεν.
Τα δύο πρώτα χρησιμοποιούνται και τώρα από τη δυτική και τη ρώσικη προπαγάνδα, αλλά μόνο για να στηρίζουν πολιτικά τον πόλεμο που έχει τώρα κηρυχθεί αποκλειστικά εξ αιτίας του τρίτου.
Σε ότι αφορά την καταπίεση των γυναικών. Αυτό είναι ένα ζήτημα εσωτερικό του Αφγανιστάν, δεν είναι ένα διεθνές ζήτημα και δεν αφορά διακρατικές σχέσεις. Εδώ πρόκειται για μια μορφή πολιτικής και κοινωνικής δικτατορίας που ασκείται από ένα καθεστώς σε ένα τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας. Αυτή η καταπίεση είναι του γενικού εκείνου είδους που ασκείται σε μεγαλύτερα ή μικρότερα τμήματα του πληθυσμού τους από όλες τις φασιστικές ή υπερσυντηρητικές δικτατορίες του πλανήτη. Από πρακτική άποψη οι πολιτικές δικτατορίες στην Κίνα, το Τατζικιστάν, τη Βιρμανία, το Ιράν, το Σουδάν είναι δεκάδες φορές πιο βάναυσες από εκείνη στο Αφγανιστάν. Σε ότι αφορά την κοινωνική καταπίεση των γυναικών εκείνο που έκαναν οι Ταλιμπάν ήταν να θεσμοποιήσουν και να επεκτείνουν σε όλο το γυναικείο πληθυσμό της χώρας ένα πρακτικό κοινωνικό καθεστώς που ήδη υπήρχε και που ήδη στερούσε από το 70% των γυναικών του Αφγανιστάν τη δυνατότητα να δουλέψουν έξω από το σπίτι τους, να μορφωθούν και να χειραφετηθούν κοινωνικά.
Όμως για τους πραγματικούς δημοκράτες και τους προοδευτικούς ανθρώπους η κοινωνική και πολιτική απελευθέρωση των καταπιεσμένων μαζών είναι βασικά δική τους υπόθεση. Οι εργάτες για παράδειγμα θα απελευθερωθούν οι ίδιοι από τη μισθωτή δουλεία με τη δική τους επανάσταση ενάντια στην αστική τάξη. Δεν είναι δουλειά των “προλεταριακών τανκς” μιας άλλης χώρας να πραγματοποιήσουν αυτό το καθήκον για λογαριασμό τους. Οι γυναίκες του Αφγανιστάν και γενικά της Ασίας και του τρίτου κόσμου θα απελευθερωθούν μέσα από τις δικές τους επαναστάσεις και όχι από φασιστικές δικτατορίες που θα κραυγάζουν υπέρ της γυναικείας απελευθέρωσης για να υποδουλώσουν τελικά όλο το λαό οπότε και τις γυναίκες στο δικό τους κτηνώδη νόμο και στις αρπακτικές διαθέσεις μιας ξένης χώρας που συχνά υπηρετούν. Η βασική αιτία της πολιτικής και κοινωνικής οπισθοδρόμησης των γυναικών στο Αφγανιστάν δεν οφείλεται στους Ταλιμπάν, αλλά στους σοβιετικούς κατακτητές που ενώ ισοπέδωσαν, κατέσφαξαν και καταβασάνισαν για μια ολάκερη δεκαετία τον αφγανικό λαό σήκωσαν από την πρώτη στιγμή της επέμβασής τους σ’ αυτή τη χώρα, κιόλας από την πραξικοπηματική κυβέρνηση Ταράκι, το λάβαρο της απελευθέρωσης των Αφγανών γυναικών. Αυτό το έκαναν για να βρουν κοινωνική και πολιτική βάση σε ένα τμήμα των γυναικών των πόλεων που δούλευαν στον κρατικό τομέα και πιο πολύ για να βρουν ένα πρόσχημα να επιτεθούν στην αγροτιά που διατηρούσε τα καθυστερημένα πατριαρχικά της ήθη. Ανάλογα έκαναν και με το σύνθημα της κολλεκτιβοποίησης, το οποίο σήμαινε ταυτόχρονα πολιτική και οικονομική κυριαρχία του κομματικού ψευτοκομμουνιστικού στρατού στην ύπαθρο. Όταν μιλάμε για αφγανική αντίσταση πρέπει να ξέρουμε ότι ο πυροδότης της ήταν αυτές οι δύο “μεταρρυθμίσεις”, προβοκάτσιες.
Γιατί μόνο προβοκάτσιες σε βάρος των γυναικών και της προλεταριακής κολλεκτιβοποίησης μπορεί να είναι η επιβολή τους με τη βία από τα πάνω και μάλιστα από ξενοκίνητες φασιστικές συμμορίες. Δεν φταίνε λοιπόν κύρια οι μουλάδες, οι μυστικές υπηρεσίες του Πακιστάν και η Σία γαι την άνοδο της ισλαμικής ιδεολογικής συντήρησης στο Αφγανιστάν, και παντού στην Ασία. Ο βασικός υπεύθυνος ήταν και είναι ο ρώσικος σοσιαλιμπεριαλισμός. Είναι αυτός στον οποίο χρωστάμε από εσωτερική άποψη και με αντανακλαστικό τρόπο την άνοδο μορφών του κοινωνικού συντηρητισμού στις καταπιεσμένες από τον σοσιαλφασισμό χώρες αλλά και σε κάθε άλλη χώρα στην οποία επιβάλλεται με τη βία πάνω στις μάζες κάθε κοινωνικός ή πολιτικός “νεωτερισμός”. Ένα τέτοιο λαμπρό παράδειγμα “επαναστατικής” και ‘δημοκρατικής” προβοκάτσιας, είναι η κατάργηση της αναγραφής του θρησκεύματος στις ελληνικές ταυτότητες μέσα σε λίγες ώρες και μέρες από τον σοσιαλφασίστα Σημίτη. Ότι πρόσφερε αυτή η προβοκάτσια στην άνοδο του ιδεολογικού ρεύματος του ορθόδοξου φονταμενταλισμού στην Ελλάδα, δεν το έχουν προσφέρει χρόνια και δεκαετίες θρησκευτικής κατήχησης και ακροδεξιάς πολιτικής προπαγάνδας.
Δεν είναι η πρώτη φορά στην ιστορία που συμβαίνει το παλιό και οι καταπιεστές να σηκώνουν προοδευτικές σημαίες και απέναντι τους το καινούργιο και οι καταπιεσμένοι λαοί να χρησιμοποιούν σύμβολα της καθυστέρησης. Το πιο χτυπητό παράδειγμα είναι οι θρησκευτικές, ως θρησκόληπτες σημαίες που σήκωσε η αγγλική αστική επανάσταση του 17ου αιώνα ενάντια στις υλιστικές και ανθρωπιστικές αναζητήσεις που κυριαρχούσαν τότε στους πιο φωτισμένους κύκλους της φεουδαρχικής αγγλικής αυλής.
Αν ο ισλαμισμός ήταν η πιο μαζική, και ίσως η μοναδική ιδεολογική μορφή μέσα από την οποία θα μπορούσε να εκδηλωθεί η μαζική αντίσταση των αγροτικών μαζών του Αφγανιστάν τη δοσμένη εποχή, η ιδεολογία των Ταλιμπάν ήταν η πιο ακραία εκδήλωση αυτής της αναγκαιότητας. Οι Ταλιμπάν αποτελούσαν τον πιο σκληρό ιδεολογικό πυρήνα του γενικού ισλαμικού μετώπου της αντίστασης. Αυτοί, οι μαθητές των ισλαμικών σχολών των εξόριστων στο Πακιστάν, αν και εξαιρετικά μειοψηφικοί, συμμετείχαν σε όλες τις ομάδες της αντίστασης σαν ξεχωριστές σέχτες που διακρίνονταν για την λιτή τους ζωή, και την αυτοθυσία τους στις μάχες.
Αυτοί συγκροτήθηκαν πολιτικά και στρατιωτικά μετά το 1994, δηλαδή σε μια εποχή που είχε ολοκληρωθεί η αποσύνθεση όλων των μεγάλων στρατών και η πολιτική χρεοκοπία όλων των κλασσικών ηγετών της αντιρώσικης αφγανικής αντίστασης μέσα από έναν εξαιρετικά αιματηρό και δίχως αρχές εμφύλιο. Λένε ότι οι Ταλιμπάν πήραν γρήγορα την εξουσία, δηλαδή μέσα σε δύο χρόνια ανάμεσα στο 1994 ως το 1996, γιατί τους στήριξε το Πακιστάν. Η αλήθεια είναι ότι το Πακιστάν τους στήριξε ελάχιστα σε σχέση με το πόσο στήριξε για χρόνια και με πολλά όπλα και με στελέχη του την πραγματικά διεφθαρμένη και ισλαμοφασιστική τάση Χεκματιάρ, και τους στήριξε αναγκαστικά μόνο όταν κατέρρευσε ο Χεκματιάρ. Άλλωστε η πολιτική ανεξαρτησία των Ταλιμπάν απέναντι στο Πακιστάν αποδείχτηκε περίτρανα σε τούτη εδώ την κρίση στη διάρκεια της οποίας το επίσημο Πακιστάν πέρασε με τις ΗΠΑ. Όμως η ιστορική απόδειξη βρίσκεται στο ότι οι Ταλιμπάν ήταν οι μόνοι από τις δυνάμεις του αφγανικού εμφύλιου που αρνήθηκαν ως χθες οποιαδήποτε σχέση με τον Χεκματιάρ και το κόμμα του Χεζμπί Ισλάμι. Τέλος αυτό που χαρακτηρίζει τον Χεκματιάρ δεν είναι η δυτική του πολιτική φυσιογνωμία αλλά ακριβώς αντίθετα ο αντιδυτικισμός και οι προνομιακές σχέσεις με τους μουλάδες του Ιράν.
Το μεγάλο ερώτημα στο οποίο δεν μπαίνουν στον κόπο να απαντήσουν όλοι αυτοί που τους αναθέτουν το ρόλο του κύριου εχθρού του σύγχρονου πολιτισμού, είναι γιατί οι Ταλιμπάν πήραν τόσο γρήγορα την εξουσία σε μια τόσο διασπασμένη φυλετικά και τόσο ατίθαση χώρα.
Στην πραγματικότητα το μοναδικό πολιτικό πρόγραμμα των κατά τα άλλα αμόρφωτων Ταλιμπάν ήταν η ειρήνη. Αυτή την πέτυχαν και γι’ αυτό τους στήριξε ο αφγανικός λαός παρόλο που ποτέ δεν γοητεύτηκε από την αστυνόμευση των ηθών, που αυτοί του επέβαλαν. Είναι πολύ σημαντικό ότι σε μια κατεστραμμένη χώρα σαν το μετασοβιετικό Αφγανιστάν, καταργήθηκαν τα διόδια και οι ληστοσυμμορίες οι οποίες κατάφεραν για τέσσερα χρόνια μετά την αποχώρηση των Ρώσων να καταργήσουν κάθε ανταλλαγή αγαθών και κάθε κίνηση προσώπων μέσα και έξω από αυτην την ορεινή χώρα. Οι Ταλιμπάν, αντίθετα από την εικόνα που βγαίνει τώρα προς τα έξω, έδωσαν στο Αφγανιστάν τον μεγάλο του γεωγραφικό ρόλο, το ρόλο του εμπορικού σταυροδρομιού για όλη την κεντρική και νότια Ασία. Την ώρα δηλαδή που το “κλείνανε” από το εξωτερικό στην πολιτική, στα ήθη και στον ιδεολογικό τομέα γενικά, το ανοίγανε στο επίπεδο της πρακτικής υλικής ζωής.
Αυτοί που βάλανε το εσωτερικό ζήτημα της καταπίεσης των γυναικών σαν το κύριο ζήτημα για την διεθνή του αναγνώριση, το έκαναν μόνο και μόνο για να εμποδίσουν το εξωτερικό άνοιγμα του Αφγανιστάν. Όμως είναι ακριβώς το εξωτερικό άνοιγμα μιας χώρας με ριζωμένες πατριαρχικές δομές και κοινωνική καθυστέρηση που επιταχύνει τους υλικούς και πνευματικούς όρους για την κατάργηση της καταπίεσης της γυναίκας στο κοινωνικό, πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο.
Είναι η κυβέρνηση Κλίντον λοιπόν που μετά τη Ρωσία επιτέθηκε στους Ταλιμπάν προβάλλοντας το ζήτημα της καταπίεσης των γυναικών, μόλις οι Ταλιμπάν υποστήριξαν με δύναμη την κατασκευή ενός πετρελαϊκού αγωγού από το Τουρκμενιστάν στον Ινδικό ωκεανό. Αυτός ο αγωγός εξασφάλιζε μια δίοδο για τα πετρέλαια της Κεντρικής Ασίας η οποία δεν θα ελεγχόταν από τη Ρωσία και το Ιράν και έτσι θα καθιστούσε όλη την Κεντρική Ασία και τον Καύκασο οικονομικά και πολιτικά ανεξάρτητες από το Κρεμλίνο. Ήταν λοιπόν ζήτημα αρχής για τη Ρωσία να ματαιωθεί. Ματαίωση όμως σήμαινε κατ’ αρχήν πτώση των Ταλιμπάν που ήταν οι πιο φανατικοί υπερασπιστές του αγωγού και που έφτασαν να πάνε ως το Τέξας για να συζητήσουν με την Unocal, τον κατασκευαστή του αγωγού και να εκπαιδευτούν στις τεχνικές μεταφοράς.
Η συμφωνία Ταλιμπάν - Unocal για τον αγωγό έγινε λίγο αφότου αυτοί ήρθαν στην εξουσία το Σεπτέμβρη του 1996. Αμέσως μετά στις 8 του Οκτώβρη 1996 η προεδρία Κλίντον ανακοίνωσε ότι δεν θα υπήρχε ούτε διεθνής αναγνώριση, ούτε βοήθεια σ’ αυτό το κράτος δίχως σεβασμό των δικαιωμάτων της γυναίκας. Από κει και πέρα με τη συνδυασμένη προσπάθεια Ρωσίας και ΗΠΑ ο ΟΗΕ δεν αναγνώριζε αυτή τη χώρα βάζοντας για πρώτη φορά στην ιστορία του ζήτημα γυναικείας καταπίεσης σαν αιτία γι’ αυτό. Για δεκαετίες ολόκληρες ο ΟΗΕ δεν ασχολήθηκε με την πολύμορφη και απίστευτη καταπίεση των γυναικών σε πολλές χώρες του τρίτου κόσμου και ασχολήθηκε ξαφνικά και με τον πιο ακραίο τρόπο στο Αφγανιστάν.
Όμως η καταπίεση των γυναικών δεν ήταν αρκετά πειστική για να βάζει το Αφγανιστάν μόνιμα σε διεθνή καραντίνα στο βαθμό μάλιστα που οι Ταλιμπάν έδειξαν αρκετή ευελιξία και άρχισαν σταδιακά να κάνουν ορισμένες υποχωρήσεις σε επιμέρους ζητήματα, όπως π.χ στη δυνατότητα για γυναίκες να χρησιμοποιούνται σαν νοσηλευτικό προσωπικό, ή στην ιατρική εκπαίδευση γυναικών. Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό που ο ΟΗΕ δεν “πρόσεξε” ότι ήδη οι Ταλιμπάν είχαν κάνει αλλαγές πολύ ευνοϊκές για τις γυναίκες στο κληρονομικό δίκαιο που ίσχυε πριν την άνοδό τους στην εξουσία (δες μεγάλο άρθρο του προηγούμενου φύλλου της Νέας Ανατολής.).
Έτσι λίγο μετά το ζήτημα των γυναικών η προεδρία Κλίντον, το Νοέμβρη του 1996, έβαλε ζήτημα οπίου.
Ως τότε ούτε οι ΗΠΑ, ούτε καμιά άλλη χώρα είχε βάλει ζήτημα εξοστρακισμού από τα Ηνωμένα Έθνη του μεγαλύτερου παραγωγού οπίου στον κόσμο, που είναι η χούντα της Βιρμανίας, όπως ποτέ δεν είχε βάλει τέτοιο ζήτημα και για την Κολομβία. Αντίθετα, ταχύτατα η συντονισμένη προπαγανδιστική μηχανή των υπερδυνάμεων αναδείκνυε τους Ταλιμπάν στους πιο επικίνδυνους παραγωγούς ναρκωτικών στον κόσμο.
Η αλήθεια είναι ότι το όπιο στο Αφγανιστάν ρίζωσε και γιγαντώθηκε πριν την άνοδο των Ταλιμπάν στην εξουσία με κύρια ευθύνη των αντιπάλων τους, κυρίως του Χεκματιάρ. Μετά τον Χεκματιάρ τις μεγαλύτερες ευθύνες είχε η Βόρεια Συμμαχία (αν και όχι ο ίδιος ο Μασούντ), καθώς η από αυτήν ελεγχόμενη περιοχή του Μπαντακσάν έγινε το κέντρο παραγωγής οπίου ανάμεσα στα 1992 και 1996, δηλαδή στη διάρκεια του εμφύλιου.
Οι Ταλιμπάν λοιπόν, που δεν αναμείχθηκαν ποτέ και δεν υποστήριξαν ποτέ την καλλιέργεια παπαρούνας βρέθηκαν, όταν πήραν την εξουσία, μπροστά στο πραγματικό γεγονός ότι 200.000 αγροτικές οικογένειες ζούσαν από την καλλιέργειά της παπαρούνας. Έτσι αρχικά την αποδέχτηκαν για να μην ανοίξουν άλλο ένα πολιτικό και κοινωνικό μέτωπο. Όταν όμως αμέσως μετά την έκθεση της αμερικάνικης DEA, η αρμόδια επιτροπή του ΟΗΕ, η UN DCP (Πρόγραμμα των Ηνωμένων Εθνών για τον έλεγχο των ναρκωτικών), έβαλε ζήτημα ξεριζώματος της παπαρούνας στους Ταλιμπάν, αυτοί το αποδέχτηκαν. Όμως ζήτησαν πρώτον οικονομική ενίσχυση για τους αγρότες που θα την ξερίζωναν και δεύτερον διεθνή αναγνώριση. Η UNDCP τους υποσχέθηκε αποζημίωση για τους αγρότες που θα ξερίζωναν την παπαρούνα, αλλά ο ΟΗΕ επέμεινε ότι προϋπόθεση της αναγνώρισης ήταν η άρση της καταπίεσης των γυναικών. Τελικά οι Ταλιμπάν μέσα σε διάστημα 3 χρόνων ξερίζωσαν το όπιο κατά 90%, αλλά ο ΟΗΕ όχι μόνο δεν τους αναγνώρισε, αλλά ούτε τους έδωσε και τα λεφτά της αποζημίωσης που τους είχε υποσχεθεί. Αυτή η αντιμετώπιση δυνάμωσε τις πιο αντιδυτικές, απομονωτικές και αντιδραστικές τάσεις στους κόλπους των Ταλιμπάν και έπαιξε το παιχνίδι της σύσφιξης των σχέσεών τους με τον Μπιν Λάντεν.

β) Το ζήτημα του Μπιν Λάντεν

Το ζήτημα Μπιν Λάντεν έμελλε να γίνει το μέγιστο και τελικά το μοναδικό ουσιαστικό επιχείρημα-εφαλτήριο της προεδρίας Κλίντον για την όξυνση των αμερικανο-αφγανικών σχέσεων και γενικότερα για την διεθνή απομόνωση των Ταλιμπάν. Στη διάρκεια της τετραετίας 1996 -2000 αποδείχτηκε ότι το ζήτημα των γυναικών δεν μπορούσε να τεκμηριώσει μόνο του τη συνέχιση του διεθνούς αποκλεισμού των Ταλιμπάν, ενώ στο όπιο η τελική πρακτική απάντηση των Ταλιμπάν με το ολοκληρωτικό του ξερίζωμα το 2000 στερούσε από τις ΗΠΑ και τη Ρωσία κάθε πρόσχημα για τον εξοστρακισμό τους. Το χειρότερο για την πολιτική Ρωσίας - Κλίντον ήταν ότι παρ’ όλες αυτές τις πιέσεις που οδηγούσαν στο να μην ξεκινάει η κατασκευή του αγωγού της UNOCAL, η συμφωνία έμενε σε ισχύ και οι προετοιμασίες συνεχίζονταν πυρετώδικα μέχρι τα μέσα του 1998. Είναι το Φλεβάρη του 1998 που οι Ταλιμπάν πηγαίνουν στο Τέξας για να επισκεφτούν τις εγκαταστάσεις της UNOCAL, ενώ λίγο μετά πηγαίνουν και στην Αργεντινή και πετυχαίνουν να λύσουν τις οικονομικές αντιθέσεις μεταξύ της UNOCAL και μιας ανταγωνιστικής της αργεντίνικης εταιρείας, της Bridas που είχε αναλάβει το έργο του αγωγού πριν από την UNOCAL. Έτσι διαμορφώνεται ένα κοινό εταιρικό σχήμα UNOCAL - Bridas και τα πράγματα προχωράνε ραγδαία. Στο μεταξύ οι Ταλιμπάν καταλαμβάνουν τη στρατηγική πόλη Μαζάρ-ι-Σαρίφ την τελευταία ελπίδα της Ρωσίας για ένα ισχυρό στήριγμα μέσα στο Αφγανιστάν και περιορίζουν τη Βόρεια συμμαχία στο 10% του αφγανικού εδάφους.
Το Μάη του ’98 το Πακιστάν αναγνωρίζει την κυβέρνηση των Ταλιμπάν και σπάει την αμερικανορωσική απομόνωση. Τότε Ρωσία, Κίνα και Ιράν καλούν το Πακιστάν να πιέσει τους Ταλιμπάν για σχηματισμό κυβέρνησης όλων των τάσεων στο Αφγανιστάν. Προηγούμενα (τέλη ’97) ο Κλίντον έχει συμφωνήσει με τη Ρωσία να δημιουργηθεί μια “Ομάδα Επαφής” για το Αφγανικό από τον ΟΗΕ με τη συμμετοχή της Ρωσίας, των ΗΠΑ, της Κίνας, του Ιράν και των υπόλοιπων γειτονικών χωρών του Αφγανιστάν, από τις οποίες λείπει η Σαουδική Αραβία. Μια τέτοια “Ομάδα Επαφής” είχε σκαρώσει ο Κλίντον με τη Ρωσία για το Βοσνιακό, η οποία είχε δώσει τελικά στη Ρωσία τη δυνατότητα, εκτός από το να διασπάσει τη Βοσνία, να στείλει στρατό στα Βαλκάνια. Στην “αφγανική” ομάδα επαφής υπερέχει συντριπτικά ο ρωσοκινέζικος άξονας, ενώ μέσα από αυτόν για πρώτη φορά η κυβέρνηση Κλίντον αναγνωρίζει τη συνεργασία των ΗΠΑ με το Ιράν και σπάει την απομόνωσή του. Στην ουσία αυτή η “Ομάδα Επαφής” είναι ο προάγγελος των σημερινών διεθνών πολιτικών μετώπων που πραγματοποιούνται από τη στιγμή που ο βομβαρδισμός του Μανχάταν μετέτρεψε μέσα σε λίγες ώρες την διεθνή πολιτική Μπους σε πολιτική Κλίντον, δηλαδή σε φιλορώσικη πολιτική.
Τον Απρίλη του 1998 μπαίνει για πρώτη φορά επίσημα και θέμα Μπιν Λάντεν από τις ΗΠΑ στο Αφγανιστάν σαν όρος για την αναγνώρισή του. Αυτό διευκολύνεται από το ότι το Φλεβάρη του 1998 ο Μπιν Λάντεν ιδρύει κάποιο “ Διεθνές Ισλαμικό Μέτωπο” που η πλατφόρμα του περιέχει για πρώτη φορά το γνωστό κάλεσμα για εξόντωση κάθε Αμερικανού και κάθε Εβραίου στον κόσμο. Ο Μπιν Λάντεν έχει εγκατασταθεί από το 1996 στο Αφγανιστάν και ως τότε βοηθάει τους Ταλιμπάν κυρίως στο οικονομικό επίπεδο.
Όμως το θέμα Μπιν Λάντεν δεν είναι ακόμα το πρώτο στους αμερικάνικους όρους για την αναγνώριση του Αφγανιστάν. Γίνεται πρώτο, κυρίαρχο και σκεπάζει κάθε άλλο πρόσχημα ρήξης όταν ανατινάζονται οι δύο αμερικάνικες πρεσβείες στις 7 Αυγούστου του 1998 στην Κένυα και την Τανζανία με εκατοντάδες νεκρούς. Προηγούμενα, τον Ιούλη του 98 ο Κλίντον έχει εγκαταστήσει έναν εξαιρετικά αντι-ταλιμπάν και αντι-πακιστανό άνθρωπο, τον Καrl Interfurth στη θέση του υπεύθυνου του υπουργείου εξωτερικών για τη νότια Ασία. Μόλις λοιπόν γίνεται η έκρηξη η προεδρία Κλίντον αστραπιαία και με ελάχιστα στοιχεία δείχνει αμέσως σαν ένοχους τον Μπιν Λάντεν και το Αφγανιστάν και εξαπολύει πυραύλους ενάντια σ’ αυτή τη χώρα. Η ρήξη είναι γεγονός. Λίγο αργότερα σταματάει κάθε δραστηριότητα της UNOCAL με τον αγωγό (σελ. 213-217).
Με την ενοχοποίηση του Αφγανιστάν για την ανατίναξη των πρεσβειών πραγματοποιείται μια στρατηγική στροφή στο ζήτημα της τρομοκρατίας από τις ΗΠΑ. Για πρώτη φορά δεν αναφέρεται το Ιράν σαν χώρα ύποπτη πίσω από μια τρομοκρατική πράξη. Επίσης για πρώτη φορά πάμε από τα κράτη - τρομοκράτες σε έναν άνθρωπο, τον Μπιν Λάντεν και το δίκτυό του την Αλ Κάϊντα. Αυτή είναι η νέα κατεύθυνση της CIA με αρχηγό τον Τένετ, άνθρωπο του Κλίντον, υπεύθυνο για το βομβαρδισμό της κινέζικης πρεσβείας στο Βελιγράδι.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και μετά τον βομβαρδισμό του Αφγανιστάν ο επικεφαλής του FBI Louis Freeh δηλώνει ότι προσωπικά δεν έχει “ισχυρό συμπέρασμα” για το ποιός ήταν υπεύθυνος για τη βομβιστική επίθεση. Την ίδια αρνητική θέση για ανεπαρκή στοιχεία παίρνει απέναντι στα συμπεράσματα της προεδρίας Κλίντον και τους βομβαρδισμούς το αμερικάνικο Υπουργείο Δικαιοσύνης. Άλλωστε όλη αυτή η νέα γραμμή των Κλίντον - Τένετ γελοιοποιείται όταν μετά το Αφγανιστάν βομβαρδίζεται και ένα εργοστάσιο στο Σουδάν στο οποίο σύμφωνα με την CIA του Τένετ ο Μπιν Λάντεν παρασκεύαζε χημικά όπλα. Το εργοστάσιο καταστρέφεται, αλλά αποδεικνύεται σε όλους τελικά ότι ήταν μια συνηθισμένη φαρμακοβιομηχανία. Μετά από έρευνες ο ιδιοκτήτης της κάποιος Saleh Idris αποζημιώνεται με 30 εκ. δολάρια, αλλά ο Τένετ δεν παθαίνει τίποτα. (Ν. Υ. Τιmes 2.1.1999)
Αργότερα οι New York Times (13 Απρίλη 1999) όταν είναι ακόμα πιο οξυμένο το αντι- Μπιν Λάντεν μένος της προεδρίας Κλίντον, τονίζουν ότι έχουν δίκιο οι Ταλιμπάν να λένε ότι οι μαρτυρίες είναι εξαιρετικά φτωχές. Τόνιζαν μάλιστα ότι το να συλληφθεί ζωντανός ο Μπιν Λάντεν και να δικαστεί “θα περιέπλεκε τα ζητήματα γιατί σε αυτήν την περίπτωση θα ήταν πολύ δύσκολo να βρεθούν μαρτυρίες από πρώτο χέρι για συμμετοχή του Μπιν Λάντεν που θα μπορούσαν να σταθούν σε δικαστήριο”.
Αυτή η τοποθέτηση των N.Y. Times έγινε ύστερα από την απόφαση της 4 Νοέμβρη του ’98 του ομοσπονδιακού δικαστηρίου του Μανχάταν να απαγγείλει 238 κατηγορίες κατά του Μπιν Λάντεν και να τον επικηρύξει. Γι’ αυτά τα σημεία οι Ν.Y. Times έκαναν την παρατήρηση ότι και τα 238 ήταν ανεπαρκή για μια καταδικαστική απόφαση κατά του Μπιν Λάντεν. Μάλιστα η εφημερίδα αυτή διατύπωσε την υπόνοια κατά της CIA ότι η επιμονή της στο κυνήγι του Μπιν Λάντεν αποσκοπούσε στο να καλύψει ένα ακόμα μεγαλύτερο σκάνδαλο (σελ. 218).
Λίγο μετά ο Interfurth ζήτησε από τους Ταλιμπάν την παράδοση του Λάντεν ή βομβαρδισμούς. Ο Ομάρ ανήγγειλε την έναρξη δικαστικής έρευνας στο Αφγανιστάν και κάλεσε τις ΗΠΑ να φέρουν εκτός από τις 238 κατηγορίες και τα στοιχεία που τις στήριζαν μέχρι τις 30 Νοέμβρη. Η Ουάσιγκτον αρνήθηκε ακόμα και να απαντήσει και απαίτησε παράδοση του Μπιν Λάντεν χωρίς όρους. Η ανεπίσημη εξήγηση αυτής της στάσης ήταν ότι δεν μπορούσε να επιτρέψει τις καταγγελίες τους να απορριφθούν από ένα συμβούλιο “αμόρφωτων και υποταγμένων μουλάδων” (σελ. 212).
Όσο όμως πιο ανεπαρκή ήταν τα στοιχεία τόσο πιο απόλυτη ήταν η επιμονή της προεδρίας Κλίντον στην αντιαφγανική εκστρατεία. Αυτή τη στάση τη συνόψισε πολιτικά ο Στρόουμ Τάλμποτ, ο άνθρωπος του Κλίντον που πάντα δούλεψε με αυτοθυσία για τη ρώσικη στροφή της αμερικάνικης διπλωματίας, με τη φράση του το Φλεβάρη του 1999 ότι το Αφγανιστάν “αποτελεί το κέντρο μιας από τις πρώτες, τις πιο σοβαρές και απειλητικές μάχες της μεταψυχροπολεμικής περιόδου, της μάχης ενάντια στις δυνάμεις της τρομοκρατίας, του εξτρεμισμού και της μη ανεκτικότητας”.
Στη βάση της αντιαφγανικής αυτής πολιτικής - με πρόσχημα την υπόθεση Μπιν Λάντεν - η ομάδα Κλίντον - Τάλμποτ - Τένετ ανέτρεψε όλες τις παραδοσιακές συμμαχίες των ΗΠΑ στην Ασία. Κάνοντας κύριους εχθρούς τους Ταλιμπάν, όξυνε ταυτόχρονα τις σχέσεις της με το Πακιστάν, που τους υποστήριζε ενώ και με πρόσχημα τις πακιστανικές πυρηνικές δοκιμές έκοψε την οικονομική ενίσχυση στο Πακιστάν (600 εκ. δολάρια το χρόνο). Οξύνοντας τις σχέσεις με το Πακιστάν, έδωσε προνομιακό βάρος στις σχέσεις με την κύρια ρωσόφιλη ινδική διπλωματία , ειδικά την διπλωματία του BJP (του υπερδεξιού ινδουϊστικού κόμματος), εξομάλυνε τις σχέσεις με το Ιράν και άρχισε πολιτική έντασης με τη Σαουδική Αραβία.
Το αντι-Ταλιμπάν διεθνές μέτωπο είναι η βάση του “εκρωσισμού” της αμερικάνικης εξωτερικής πολιτικής. Αντίστροφα και όχι τυχαία οι Ταλιμπάν εκπροσωπούσαν ως χθες την πιο ακραία και συνειδητά αντιρώσικη πολιτική στην Ασία και σε όλο τον κόσμο. Είναι αυτοί άλλωστε που κατηγόρησαν ανοιχτά το 2000 τον Μπ. Κλίντον για πράκτορα της Ρωσίας.
Σύμφωνα με μια σειρά συγκλίνουσες πηγές στο ίδιο διάστημα, τέλη του 1998 με μέσα του 1999, οι σχέσεις των Ταλιμπάν με τον Μπ. Λάντεν οξύνθηκαν στο έπακρο (Reuters 4 Μάρτη 1999 - Middle Εast International 26 Φεβρ. 1999) και αυτός έγινε ανεπιθύμητος. Αυτή την εποχή ο Ομάρ συζητάει ενδεχόμενη ενοχή του Μπιν Λάντεν. Στις 24 Αυγούστου του ’99 γίνεται δολοφονική απόπειρα κατά του Ομάρ με παγιδευμένο αυτοκίνητο την οποία ο ίδιος αποδίδει στο Ιράν.
Το ερώτημα είναι γιατί οι Ταλιμπάν δεν ήρθαν εκείνη την εποχή σε τελική ρήξη με τον Μπιν Λάντεν διώχνοντάς τον από το Αφγανιστάν. Η εξήγηση βρίσκεται στην πολιτικο - ιδεολογική και στρατιωτική διείσδυση του Μπ. Λάντεν μέσα στο καθεστώς. Στην πραγματικότητα όταν οι Ταλιμπάν ζητούν στοιχεία από τις ΗΠΑ είναι ακριβώς για να μπορούν να απομονώσουν τον Λάντεν στο εσωτερικό τους και να κάνουν τελικά πολιτικά δυνατή μια ρήξη μαζί του. Στο βάθος αυτό σημαίνει ότι είναι ισχυρές μέσα στην πολιτική και ιδεολογική γραμμή των Ταλιμπάν οι ακροδεξιές και ισλαμοφασιστικές πλευρές που επιτρέπουν στον Λάντεν να οικοδομεί ένα δίκτυο συμμαχιών μέσα τους και να τους εξαρτά από πολλές πλευρές, ώστε να μπορεί να τους προβοκάρει εξασφαλίζοντας κάθε φορά ατιμωρησία παρά την δυσαρέσκειά τους.
Ένα βασικό εργαλείο εξάρτησης είναι εκτός από την οικονομική βοήθεια η στρατιωτική βοήθεια που πρόσφερε ο Μπ. Λάντεν στους Ταλιμπάν αλλά και η στρατιωτική διείσδυση και η ενδυνάμωση του στον ίδιο τον μηχανισμό εξουσίας. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτή η στρατιωτική ενδυνάμωση του Μπ. Λάντεν άρχισε ουσιαστικά μετά τους αμερικάνικους βομβαρδισμούς το 1998, όταν αυτός κάλεσε χιλιάδες Άραβες ισλαμοφασίστες να έρθουν στο Αφγανιστάν και σχημάτισε έναν στρατό από αυτούς ο οποίος αμέσως άρχισε να πολεμάει και μάλιστα πολύ αποτελεσματικά στα διάφορα μέτωπα του πολέμου με τη Βόρεια Συμμαχία (Μonde 29-9-2001). Αυτοί οι Άραβες έγινα ταυτόχρονα τόσο αντιπαθείς μέσα στη βάση του αφγανικού λαού και στη βάση των Ταλιμπάν εξ αιτίας της αλαζονείας τους, του αρπακτικού πνεύματός τους και της όξυνσης της θρησκευτικής καταπίεσης ενάντια στον ντόπιο πληθυσμό, όσο έγιναν στρατιωτικά πολύ χρήσιμοι στους Ταλιμπάν.
Η τακτική του Μπιν Λάντεν από το ’98 και πέρα ήταν να μιλάει προβοκατόρικα κατά των ΗΠΑ, πριν ή και μετά από μια τρομοκρατική ενέργεια, ύστερα να σωπαίνει κάτω από την πίεση των Ταλιμπάν και να ξαναμιλάει πάλι για να προβοκάρει αλλά από νέες ισχυρότερες θέσεις κυρίως ύστερα από νέες επιθέσεις κατά του Αφγανιστάν από τη Δύση.
Ο Μπιν Λάντεν για πρώτη φορά μετά τη ψύχρανσή του με τους Ταλιμπάν, ξαναεμφανίστηκε τον Ιούνη του ’99 στο Αλ Τζαζίρα, όπου του παραχωρήθηκε συνέντευξη μιάμισης ώρας. Προηγούμενα ο στρατός του (ταξιαρχία 055) είχε συμμετάσχει στις μάχες για την κατάληψη της σιίτικης πόλης Μπαμιάν και είχε διακριθεί για την κτηνωδία του κατά των σιϊτών κατοίκων της πόλης (Agens France - Press 26 Ιούλη 1999).
Η ζημιά για τους Ταλιμπάν είχε γίνει.
Στις 25 Οκτώβρη του ’99 το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, δηλαδή οι ενωμένες Ρωσία και ΗΠΑ βάζουν νέες βαριές κυρώσεις κατά του Αφγανιστάν με έμφαση στον Μπιν Λάντεν και όχι πια στη γυναικεία καταπίεση. Οι κυρώσεις ήταν πάγωμα των καταθέσεων του Αφγανιστάν στο εξωτερικό και απαγόρευση προσγειώσεων των πολιτικών αεροπλάνων του Αφγανιστάν σε οποιαδήποτε ξένη χώρα πλην της Σαουδικής Αραβίας λόγω Μέκκας (σ. 237). Με αυτές τις κυρώσεις η αντιδυτική γραμμή Μπιν Λάντεν άρχισε να δυναμώνει ξανά. Λίγο αργότερα εγκαινιάζεται η συνεργασία του FBI και της KGB για την τρομοκρατία του Μπιν Λάντεν (σ. 241). Η γραμμή Τένετ θριαμβεύει.
Το Φλεβάρη του ’99 ο νέος πρόεδρος του Πακιστάν, Μουσάραφ, αντίθετος με την πλήρη απομόνωση του Αφγανιστάν, συναντάει τον Ομάρ στην Κανταχάρ και αμέσως μετά καλεί τις ΗΠΑ να συζητήσουν απ’ ευθείας με τους Ταλιμπάν για το θέμα Μπιν Λάντεν. Είναι πολύ φανερό στους οξυδερκείς πολιτικούς του τρίτου κόσμου, αυτό που δεν μπορούν να καταλάβουν οι πολιτικοί των ιμπεριαλιστικών χωρών, ότι δηλαδή δεν μπορούν να απαιτούν οτιδήποτε από μια κυβέρνηση ενός κυρίαρχου κράτους δίχως να συζητάνε μαζί της και κυρίως δίχως να υποβάλλουν απ’ ευθείας σ’ αυτήν το αίτημά τους. Είναι φανερό ότι αυτή η συμπεριφορά των ΗΠΑ και της Δύσης γενικότερα έχει δυναμώσει τη θέση του Μπιν Λάντεν μέσα στη χώρα και στον τρίτο κόσμο.
Είναι επίσης γεγονός ότι αυτή η συμπεριφορά είναι αδύνατο να αποδυναμώσει τους Ταλιμπάν στο εσωτερικό της χώρας. Αντίθετα τους συσπειρώνει. Έτσι αντίθετα από τις προθέσεις της προεδρίας Κλίντον και της Ρωσίας που ρίχνει ακόμα όλο της το βάρος σε όπλα και σε διπλωματική υποστήριξη υπέρ της Βόρειας Συμμαχίας, οι Ταλιμπάν συντρίβουν σε αλλεπάλληλες μάχες τη Β. Συμμαχία ανάμεσα στα τέλη του ΄99 και τα τέλη του 2000 και την περιορίζουν στο 5% του αφγανικού εδάφους, στο Μπαντακσάν, στη μοναδική δηλαδή περιοχή που επειδή συνορεύει με το ρωσοκρατούμενο Τατζικιστάν, έχει την άμεση ρώσικη στρατιωτική κάλυψη.
Η Ρωσία προσπαθεί τότε να σύρει το Ουζμπεκιστάν σε πόλεμο με τους Ταλιμπάν χάρη σε μια σειρά προβοκάτσιες κάποιων ισλαμιστών, (IMU- Ισλαμικό κίνημα Usbekistan) αλλά οι Ταλιμπάν σε συνάντηση με τον Καρίμοφ - πρόεδρο του Ουζμπεκιστάν - λύνουν τις διαφορές μαζί του. Τον Αύγουστο του ’99 η Ρωσία ανήγγειλε την πρόθεση της να εξαπολύσει “προληπτικά και επιθετικά αεροπορικά χτυπήματα” εντός του Αφγανιστάν.
Το Ουζμπεκιστάν διακρίνει σε αυτή την κίνηση “μεταϊμπεριαλιστικές” προθέσεις. Στις 6 του Οκτώβρη του 1999 η Ρωσία κινεί προς το Αφγανιστάν την τεθωρακισμένη μεραρχία της 201 με 15.000 στρατιώτες που κατέχει το Τατζικιστάν. Στις 12 του Οκτώβρη το Ουζμπεκιστάν, διαμαρτυρόμενο αποχωρεί από ένα σύμφωνο που είχε υπογράψει με τη Ρωσία βάσει του οποίου ρώσικα στρατεύματα μπορούν να περάσουν μέσα από το έδαφος του Ουζμπεκιστάν. Η ρώσικη στρατιωτική μηχανή ακινητοποιείται την ώρα που οι Ταλιμπάν ελέγχουν για πρώτη φορά από το 1996 ουσιαστικά όλο το αφγανικό έδαφος.
Είναι λοιπόν ολότελα φυσικό που επίσης στις 12 του Οκτώβρη δέχεται βομβιστική επίθεση στο λιμάνι του Άντεν στην Υεμένη το αμερικάνικο βομβαρδιστικό Cole. Σκοτώνονται 17 αμερικανοί στρατιώτες.
Όπως και με τις πρεσβείες που ανατινάχθηκαν στο Σουδάν και στην Υεμένη τα στοιχεία που έρχονται στην επιφάνεια σταδιακά είναι ελάχιστα πειστικά. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι οι ίδιες πολιτικές και διοικητικές δυνάμεις στις ΗΠΑ, ενώ σκοντάφτουν στην πλήρη άρνηση της Υεμένης - γνωστού παλιού άντρου της μεσανατολικής ισλαμικής τρομοκρατίας - να συνεργαστεί μαζί τους και παρ’ όλο που η απόπειρα έγινε σε Υεμενικό έδαφος, αρνούνται να ρίξουν το κέντρο των καταγγελιών τους στην Υεμένη και το ρίχνουν πάλι στο Αφγανιστάν και στον Μπιν Λάντεν ετοιμάζοντας ακόμα βαθύτερα το έδαφος για τη μεγάλη προβοκάτσια του Σεπτέμβρη του 2001.
Ποιά είναι η αντίδραση του Μπιν Λάντεν στην περίπτωση του Cole; Η ίδια περίπου με την κατοπινή του αντίδραση για τη σφαγή της 11 του Σεπτέμβρη του 2001.
Αρχικά αρνείται ότι έχει οποιαδήποτε σχέση με αυτήν με συνέντευξή του σε μια κουβετιανή εφημερίδα (ΒΒC News, σελ. 252). Αργότερα όμως, αφού περάσουν 4 μήνες, το Φλεβάρη του 2000 εμφανίζεται σε μια τελετή που την κινηματογραφεί το Αλ Τζαζίρα, και απαγγέλλει ένα ποίημα στο οποίο με έναν καλυμμένο, πλην σαφή τρόπο εκθειάζεται η βομβιστική επίθεση στο Cole. Η εν λόγω τελετή είναι ο γάμος μιας κόρης του Λάντεν με έναν από τους γιους του Ομάρ. Για να μπορεί να είναι ακόμα πιο αποδοτική η προβοκάτσια του, ο Μπιν Λάντεν εμφανίζει δίπλα του και έναν από τους θεωρούμενους ύποπτους από την έκρηξη στις πρεσβείες το 1998, που καταζητείται από τις ΗΠΑ, ένα στέλεχος του αιγυπτιακού ισλαμικού Τζιχάντ ονόματι Μοχάμεντ Άτεφ. Αυτόν θα τον ξαναδούμε στο γνωστό βίντεο της Αλ Τζαζίρα μετά την σφαγή του Μανχάταν (Μonde 12-10-2001).
Είναι φανερό ότι ο Μπιν Λάντεν που ταυτόχρονα εμφανίζεται σαν ένας απλός πιστός, οπαδός του Ομάρ, μιλάει τόσο ανοιχτά κατά των ΗΠΑ και τόσο προβοκατόρικα που έχει καταφέρει να ισχυροποιήσει τις θέσεις του στους Ταλιμπάν και να αποσπάσει ακόμα περισσότερο την εμπιστοσύνη του Ομάρ.
Η βασική αιτία αυτής της αναθάρρυνσης του Μπιν Λάντεν είναι η παραπέρα διείσδυση της γραμμής του στους Ταλιμπάν, επειδή έχουν οξυνθεί οι αμερικανοαφγανικές σχέσεις εξ αιτίας της συνεχιζόμενης άρνησης των ΗΠΑ να αναγνωρίσουν το Αφγανιστάν, και κυρίως της άρνησής τους να αποζημιώσουν τους Αφγανούς για το ολοκληρωτικό ξερίζωμα της οπιούχου παπαρούνας. Η όξυνση φτάνει στο αποκορύφωμα της όταν το Γενάρη του 2001 ο ΟΗΕ αντί να τους ανταμείψει για την παπαρούνα, επιβάλλει επιπλέον κυρώσεις στους Ταλιμπάν. Οι μετριοπαθείς Ταλιμπάν που συγκρούονταν ως τότε με τους Άραβες του Μπιν Λάντεν συντρίβονται πολιτικά. Στα τέλη του Φλεβάρη του 2001 η γραμμή Μπιν Λάντεν δυναμώνει τόσο πολύ μέσα στους Ταλιμπάν που ο Ομάρ διατάσσει να καταστραφούν τα αγάλματα - βούδες του Μπαμιάν, καταστροφή που φέρνει τους Ταλιμπάν σε ρήξη με όλη τη Δύση. Στις αρχές του Μάρτη γίνεται δολοφονική απόπειρα, η δεύτερη, ενάντια στον πιο τυπικό εκπρόσωπο της μετριοπαθούς πτέρυγας των Ταλιμπάν, τον Μουτακί, υπουργό παιδείας και υπεύθυνο των συνομιλιών με τον Μασούντ, τον μόνο έντιμο και πραγματικά πατριώτη ηγέτη της Βόρειας Συμμαχίας (Μonde, 24/3/2001).
Βλέπουμε λοιπόν ότι ο Μπιν Λάντεν προκαλεί με φραστικές επιθέσεις και με θεατρικές παραστάσεις τις ΗΠΑ, μόνο όταν δυναμώνει στους Ταλιμπάν η απελπισία της απομόνωσης και ο αντιαμερικανισμός. Τότε και μόνο τότε ενισχύεται η πολιτική του φράξια και η επιρροή του στην πιο καθυστερημένη και αντιδραστική τάση των Ταλιμπάν.
H στάση αυτή του Μπιν Λάντεν απέναντι στην έκρηξη στο Cole επιβεβαιώνει οριστικά στη συνείδηση της αμερικάνικης αστικής τάξης, την γραμμή Κλίντον, δηλαδή τον ισχυρισμό ότι ο Μπιν Λάντεν και η Αλ Κάϊντα είναι ο πραγματικός οργανωτής αυτών των σημαντικών στρατιωτικών επιχειρήσεων, δηλαδή είναι ο κύριος εχθρός των ΗΠΑ. Από την άλλη όμως η στάση του Λάντεν εμφανίζεται προς το εσωτερικό του Αφγανιστάν και τους Ταλιμπάν σαν πολιτικά συνεπής αφού τους λεει: “Υποστηρίζω τις ενέργειες, αλλά δεν τις διέπραξα εγώ”.
Η έκρηξη στο Cole είναι η τελευταία προβοκάτσια στη διάρκεια της προεδρίας Κλίντον. Είναι μια μοιραία αρνητική κληρονομιά στην προεδρία Μπους η οποία αρχίζει να ανατρέπει σταδιακά όλη την υπομονετικά οικοδομημένη ρωσόφιλη διπλωματία του προκατόχου της. Οι σχέσεις των ΗΠΑ με τη Ρωσία και την Κίνα οξύνονται διαρκώς στα ζητήματα της πυρηνικής ομπρέλας, της Τσετσενίας και της Ταϊβάν. Η Ρωσία και η Κίνα αναγκάζονται να βγάλουν στην επιφάνεια τον καλυμμένο πολιτικό-στρατιωτικό τους άξονα για να ανακόψουν τη νέα ρώσικη στρατηγική. Μάταια. Είναι φανερό ότι τώρα χρειαζόταν μια προβοκάτσια εκατονταπλάσιας κλίμακας για να “διορθωθεί” η νέα γραμμή Ράμσφελντ - Ράϊς - Τσένυ και να ευθυγραμμιστεί με εκείνη των Κλίντον - Τάλμποτ - Τένετ. Άλλωστε έπρεπε άμεσα να αξιοποιηθεί το εξαιρετικό γεγονός ότι επικεφαλής της CIA βρισκόταν ακόμα το “αυγό του φιδιού” της προεδρίας Κλίντον, ο τελευταίος της τριάδας, ο άνθρωπος που βομβαρδίζοντας την κινέζικη πρεσβεία στο Βελιγράδι το 1999, διευκόλυνε τους κινέζους σοσιαλφασίστες ηγέτες να ρίξουν ένα δισεκατομμύριο ανθρώπους ενάντια στις ΗΠΑ, ο γνωστός μας Τζώρτζ Τένετ. Ήταν η πρώτη φορά μετά από 28 χρόνια που άλλαζε πρόεδρος των ΗΠΑ χωρίς να αλλάξει ο αρχηγός της CIA.
Μόνο ο αρχηγός της CIA θα μπορούσε να πείσει την αμερικάνικη αστική τάξη και όλο τον πλανήτη, ότι σύμφωνα με τα “ στοιχεία “ της πιο “έξυπνης” ασφάλειας του κόσμου πίσω από το βομβαρδισμό της Νέας Υόρκης βρίσκεται ένας τύπος που ζει στις σπηλιές της πιο καθυστερημένης από κάθε άποψη χώρας του πλανήτη.

Ο ΜΠΙΝ ΛΑΝΤΕΝ ΚΑΙ Η ΣΙΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΒΟΚΑΤΣΙΑ ΤΟΥ ΜΑΝΧΑΤΤΑΝ
Η ΤΑΚΤΙΚΗ ΣΚΟΥΠΑ-ΦΑΡΑΣΙ

Η στάση του Μπιν Λάντεν απέναντι στους βομβαρδισμούς του Μανχάταν ήταν ίδια ποιοτικά με τη στάση του απέναντι στο Cole. Η διαφορά είναι ότι τώρα αυτή η στάση έκρινε την ειρήνη ή τον πόλεμο και έγινε γνωστή στους πάντες.
Τι έκανε λοιπόν ο Μπιν Λάντεν όταν ανατινάχθηκε το Μανχάταν:
Αρχικά έβγαλε ανεπίσημα, υπό τύπο διαρροών, και τις δύο αντίθετες γραμμές. Για να καλυφθεί απέναντι στους Ταλιμπάν και τον αφγανικό λαό διέρρευσε την εξής θέση την επομένη της σφαγής: “ Η τρομοκρατική επιχείρηση αποτελεί ενέργεια κάποιας αμερικάνικης οργάνωσης. Δεν έχω ουδεμία σχέση με αυτήν”.
Αυτό γράφτηκε στην πακιστανική εφημερίδα “Χαμπρέϊν” χωρίς να επιβεβαιωθεί από άλλη πηγή (Ελευθεροτυπία, 13.9.01).
Ταυτόχρονα ο επικεφαλής της τηλεόρασης του Αμπού Ντάμπ δήλωσε επίσης χωρίς να διαψευστεί από κάποια άλλη πηγή ότι “ο Μπιν Λάντεν χάρηκε στο άκουσμα της είδησης, ευχαρίστησε τον Αλλάχ και γονάτισε μπροστά στο μεγαλείο του. Ωστόσο δεν γνώριζε ούτε είχε πληροφορίες για τις επιθέσεις πριν αυτές πραγματοποιηθούν” (Ελευθεροτυπία, 13.9.01).
Αυτή η δεύτερη θέση ήταν το κάλεσμα στο πολιτικό του ρεύμα μέσα και έξω από το Αφγανιστάν να υπερασπίσει την σκληρή αντιαμερικανική γραμμή, ενώ ήταν και ένα τεστ των αντιδράσεων των Ταλιμπάν. Το ότι δεν βγήκε ανοιχτά και καθαρά να υποστηρίξει τη μια ή την άλλη οφείλεται στο ότι προς το παρόν δεν ήθελε να εκτεθεί με καμιά. Όμως ο καθένας, φίλος ή εχθρός, μπορούσε να διαλέξει και να πάρει όποια ήθελε από τις δύο.
Από τη στιγμή αυτή και πέρα η ηγεσία των Ταλιμπάν άρχισε διαπραγματεύσεις με το Πακιστάν που στην ουσία ήταν απόπειρες έμμεσης διαπραγμάτευσης με τις ΗΠΑ, για την έκδοση του Μπιν Λάντεν. Οι Ταλιμπάν συγκάλεσαν ευρύτατο σώμα περίπου χιλίων ουλεμάδων που αποφάσισε “να πείσει τον Μπιν Λάντεν να εγκαταλείψει ελεύθερα το Αφγανιστάν για μέρος της επιλογής του την κατάλληλη στιγμή” (Μonde 22 Σεπτ.2001). Αυτή ήταν μια πολύ μεγάλη πολιτική υποχώρηση των Ταλιμπάν και μια νίκη της αντίθετης προς τους Άραβες τάσης την ώρα που αυτοί δέχονταν τα πιο εξευτελιστικά τελεσίγραφα από τις ΗΠΑ, δηλαδή την απαίτηση των τελευταίων για παράδοση του Λάντεν άνευ όρων, δίχως εξηγήσεις, δίχως στοιχεία, και με ταυτόχρονη προαναγγελία του πολέμου. Την απόφαση αυτή, όχι τυχαία, ανακοίνωσε στις 22 Σεπτέμβρη ο τυπικός εκφραστής των μετριοπαθών υπουργός παιδείας Μουτακί, ενώ ο υπουργός Εξωτερικών του Πακιστάν Αμπντούλ Σατάρ δήλωσε “λίγο έκπληκτος” που έκαναν οι Ταλιμπάν κάτι τέτοιο όταν η εθνική τους παράδοση είναι τόσο ισχυρά δεσμευτική για κάθε φιλοξενούμενό τους και ενώ τόσες φορές στο παρελθόν είχαν δηλώσει ότι δεν τον παραδίνουν δίχως στοιχεία. Στην ίδια απόφαση “οι Ταλιμπάν εκφράσανε τον πόνο και τη λύπη τους εξ αιτίας των επιθέσεων που δέχτηκαν οι ΗΠΑ” και ζήτησαν “μια έρευνα από τον Οργανισμό του Ισλαμικού Συμβουλίου για να προσδιοριστούν ποίοι είναι οι υπεύθυνοι των δολοφονιών και να εμποδιστεί ο θάνατος αθώων”. Αυτή ήταν μια δύσκολη, και υπεύθυνη απάντηση κάτω από τις δοσμένες εσωτερικές συνθήκες στο Αφγανιστάν, μια απάντηση που οπωσδήποτε αδυνάτιζε τη συμμορία των “Αράβων” και του Μπιν Λάντεν.
Ο προβοκάτορας Μπιν Λάντεν κατάλαβε πολύ καλά το βάρος αυτής της πολιτικής απόφασης των ουλεμάδων και βγήκε ανοιχτά ο ίδιος, 5 μέρες μετά για να ξαναβγάλει την εικόνα του καλού, αθώου παιδιού. Όμως επειδή και αυτή δεν ήταν η εικόνα του για τις μάζες δεν την έβγαλε στο Αλ Τζαζίρα, αλλά σε μια πακιστανική εφημερίδα. Αυτή ήταν η γραμμή για τους λίγους , η γραμμή του για την κάλυψη μέσα στους Ταλιμπάν. Ο Μπιν Λάντεν δήλωσε λοιπόν στην εφημερίδα Ουμάτ ότι “ως μουσουλμάνος δεν θα έλεγα ποτέ ψέματα” και ότι “δεν γνώριζα τις επιθέσεις και δεν θα στήριζα τη σφαγή αθώων ανδρών, γυναικών και παιδιών”. Επίσης κατηγόρησε τους υπεύθυνους των επιθέσεων ότι “έδρασαν από προσωπικά κίνητρα” (Ελευθεροτυπία, Σάββατο 21/9/2001). Βέβαια παρέμεινε στη γενική γραμμή του αντιμερικάνικου Τζιχάντ, αλλά το είχε απογυμνώσει από το συγκεκριμένο του περιεχόμενο.
Η απάντηση των ουλεμάδων θα πρέπει επίσης να προβλημάτισε σε κάποιο βαθμό τις ΗΠΑ καθώς απόδειχνε ότι ήταν πολύ ισχυρή ακόμα μέσα στους Ταλιμπάν η μετριοπαθής αντι- Μπιν Λάντεν τάση. Κυρίως όμως αυτή η απάντηση ενθάρρυνε την κυβέρνηση Μουσάραφ και αύξησε τις πακιστανικές πιέσεις προς τις ΗΠΑ να συζητήσουν με τους Ταλιμπάν. Από την άλλη μεριά μόνο μια ταλάντευση των ΗΠΑ μπορεί να εξηγήσει γιατί η Ρωσία άρχισε να ανησυχεί μήπως οι Αμερικανοί δεν χτυπήσουν το Αφγανιστάν. Εκείνο για το οποίο πιο συγκεκριμένα ανησυχούσε η Ρωσία ήταν μήπως γίνει δυνατή μια διάσπαση των Ταλιμπάν, δηλαδή μήπως ισχυροποιηθεί παραπέρα η αντι- Μπιν Λάντεν τάση τους οπότε και γίνει δυνατή μια νέα πλατιά κυβέρνηση με πολύ ισχυρή μέσα της αυτήν την τάση. Αυτή μάλιστα ήταν και η λύση που επεδίωκε το Πακιστάν από την αρχή της κρίσης. Είναι αποδειγμένο ότι οι κατοπινοί βομβαρδισμοί υπονόμευσαν σοβαρά την προσπάθεια του μεγάλου παλιού ηγετικού στελέχους της αφγανικής αντίστασης και συμμάχου του Μασούντ στη διάρκειά της, Αμπντούλ Χακ, να σχηματίσει κυβέρνηση τμήματος των Ταλιμπάν με την τάση Μασούντ. Γι’ αυτό κατάγγειλε ο ίδιος με συνέντευξή του στη Μοντ τις ΗΠΑ για την πρόωρη έναρξη των βομβαρδισμών. Λίγες μέρες αφότου άρχισαν οι βομβαρδισμοί ο Αμπντούλ Χακ εντοπίστηκε και εκτελέστηκε από τους Ταλιμπάν. Στο βάθος οι βομβαρδισμοί εκτέλεσαν τη σωτήρια ενδιάμεση γραμμή στην αφγανο-αμερικανική σύγκρουση.
Γι’ αυτό στις 2 του Οκτώβρη και μια μέρα μετά από μια αρνητική, αλλά με μετριοπάθεια διατυπωμένη απάντηση της προεδρίας Μπους στην πρόταση των ουλεμάδων ο αρχηγός της FSB (πρώην KGB) Νικολάϊ Πατρούτσεφ δήλωνε: “Αν η Αμερική είναι έτοιμη και έχει ολοκληρωμένες αποδείξεις για να κάνει επίθεση κατά της τρομοκρατίας, νομίζω ότι δεν πρέπει να παρατείνει τη διαδικασία”.
Αυτή η καταπληκτική δήλωση αποδείκνυε ποιος είναι ο αποφασιστικός και αληθινός πόλος του πολέμου που είναι τώρα σε εξέλιξη. Αλλά αποδεικνύει και την ασύλληπτη διπροσωπία της ρώσικης διπλωματίας. Ο αναγνώστης θα πρέπει να προσέξει το νόημα της διατύπωσης του καγκεμπίτη. “Πρέπει να χτυπήσετε τώρα δα, αλλά αυτό σύμφωνα με εκείνο που λετε εσείς οι ίδιοι ότι δηλαδή έχετε αξιόπιστα στοιχεία”. Αυτή η διατύπωση φυλάει τη Ρωσία από την κατηγορία ότι είναι στην ουσία υπέρ του πολέμου και μάλιστα της δίνει τη δυνατότητα, όποτε κρίνει σκόπιμο, να επικαλεσθεί έλλειψη στοιχείων και να ζητήσει τον τερματισμό του πολέμου για να πάρει το μέρος των Ταλιμπάν της αντιδυτικής τάσης Μπιν Λάντεν και να προωθήσει κυβέρνηση Βόρειας Συμμαχίας- Ταλιμπάν (αντιδυτική τάση). Γι’ αυτό το λόγο η Ρωσία εμφανίζει προς τα έξω και τις δύο αντίθετες γραμμές που έβγαλε στην ίδια φράση ο καγκεμπίτης με δύο ξεχωριστούς εκπροσώπους της. Ο μεν Πούτιν και το Υπ. Εξωτερικών λένε: “Είναι ώρα να αρχίσουν αποτελεσματικές πράξεις ενάντια σε αυτή τη μάστιγα” την ώρα που αρχίζουν οι βομβαρδισμοί (Μοντ, 9-10-2001), ο δε υπουργός άμυνας Σεργκέϊ Ιβανόφ θέτει πάντα εν αμφιβόλω τα στοιχεία για τον Μπιν Λάντεν (Ελευθεροτυπία, 19-9-2001) ενώ ταυτόχρονα αρνείται να δοθούν βάσεις στις ΗΠΑ στις χώρες της κεντρικής Ασίας (Μonde 9-10-2001). Όσο για τους εκφραστές της βαθιάς ρώσικης στρατηγικής, που κυριαρχούν στη Δούμα αυτοί είναι ανοιχτά αντίθετοι στους βομβαρδισμούς, (Μonde 9-10-2001) όπως και οι ψευτοκομμουνιστές πράκτορές τους σε όλο τον κόσμο. Η βαθιά σοσιαλφασιστική Ρωσία ξέρει από τώρα ότι στο τέλος του ο πόλεμος στο Αφγανιστάν θα καταλήξει σε μια ιερή αντιαμερικανική - αντιδυτική ενότητα, δηλαδή σε μια φιλορώσικη ενότητα. Αυτό έγινε στη Σερβία, αυτό και στο Ιράκ. Αυτή την τακτική μπορούμε να ονομάσουμε τακτική, “σκούπα - φαράσι”.
Η ρώσικη διπλωματία για να βάλει στο φαράσι της το Αφγανιστάν πρέπει να το σπρώξει με μια σκούπα. Η σκούπα είναι οι ΗΠΑ και η Δύση γενικά. Το φαράσι είναι οι αντιδυτικές- νεοναζιστικές δυνάμεις. Οι απανταχού στον κόσμο ψευτοκομμουνιστές, οι αντισημίτες και οι ισλαμοφασίστες καθώς και οι φίλοι του Μπιν Λάντεν στο Αφγανιστάν είναι το φαράσι.
Η Ρωσία κινεί και τα δύο αυτά εργαλεία και τα στελέχη της άλλα δουλεύουν σαν σκούπα, όπως π.χ ο Πούτιν στη συγκεκριμένη περίπτωση και άλλα σαν φαράσι, όπως π.χ ο Υπ. Άμυνας Ιβανόφ. Όρος για να λειτουργήσει η μέθοδος είναι αυτό να μην αποκαλυφθεί στα θύματα (εν προκειμένω στο Αφγανιστάν),αλλά ούτε και στα εργαλεία, για την ακρίβεια στον στρατό που ακολουθεί τους προβοκάτορες, γιατί ούτε η σκούπα, ούτε το φαράσι μπορούν να κινηθούν δίχως πράκτορες και προβοκάτορες μέσα τους. Δίχως έναν Κλίντον, έναν Τάλμποτ και έναν Τένετ ποτέ δεν θα μπορούσε να κινηθεί η σκούπα, ούτε ποτέ θα μπορούσε δίχως έναν Λάντεν να βρεθεί στην κατάλληλη θέση το φαράσι. Μόνο μια δύναμη που δουλεύει τον πολλαπλό διεθνή εισοδισμό, δηλαδή μια απέραντα συγκεντρωτική και παγκόσμιας εμβέλειας πολιτικο-στρατιωτική μηχανή μπορεί να συντονίζει με απόλυτη μαεστρία και να καθοδηγεί και τους δύο πόλους μιας κατασκευασμένης αντίθεσης. Έτσι γίνονται οι σύνθετες προβοκάτσιες.
Ας δούμε λοιπόν εδώ πως δούλεψε η σκούπα που το αποφασιστικό της συστατικό στην παρούσα φάση είναι ο Μπιν Λάντεν.
Ενώ λοιπόν ο Μπιν Λάντεν εμφανίστηκε άσχετος με το έγκλημα την ώρα των εντατικών διπλωματικών διεργασιών μεταξύ ΗΠΑ-Πακιστάν και Ταλιμπάν για να επιβιώσει μέσα στους Ταλιμπάν, μίλησε ξανά αμέσως μετά την έκρηξη του πολέμου, για την ακρίβεια 2 ώρες μετά την έναρξη των αμερικάνικων βομβαρδισμών για να συσπειρώσει γύρω του τη δεξιά των Ταλιμπάν, όπως και να συσπειρώσει το διεθνή ισλαμοφασισμό και κάθε πολιτική αντίδραση. Κυρίως όμως ο Μπιν Λάντεν μίλησε έτσι για να παγιώσει στην αμερικάνικη και στη δυτική αστική τάξη την πεποίθηση ότι αυτός είναι ο πολιτικός καθοδηγητής και ο οργανωτής της μεγάλης σφαγής του Μανχάταν, ώστε να δικαιώσει μια πιο αποφασιστική κίνηση της “σκούπας” μέχρι την συντριβή κάθε ανεξάρτητης τάσης των Ταλιμπάν. Η νέα αυτή δήλωση του Λάντεν ήταν για παγκόσμια και μαζική κατανάλωση και στις δύο χρήσεις της, γι’ αυτό και ήταν η ουσιαστική δήλωση, όπως έγινε και με το Cole και γι’ αυτό έγινε πάλι με βίντεο στο Αλ Τζαζίρα, μόνο που εδώ εκτός από τον Μοχάμετ Άτεφ, ο προβοκάτορας είχε δίπλα του και τον άλλο γνωστό και επίφοβο για τις ΗΠΑ σουνίτη αιγύπτιο ισλαμοφασίστα, τον Αϊμαν - αλ - Ζαουάχρι. Αυτό το έκανε για να πείσει τη Δύση ότι η τρομοκρατία του έχει σαν βάση της τις δυτικόφιλες γενικά χώρες του μουσουλμανικού κόσμου, που κέντρο τους είναι η Αίγυπτος.
Η δήλωση αυτή, που “έμεινε” στη συνείδηση των λαών, συμπυκνωνόταν στο γνωστό “ο θεός κατηύθυνε τα βήματα μιας ομάδας μουσουλμάνων, μιας πρωτοπόρας ομάδας, η οποία κατέστρεψε την Αμερική και ικετεύουμε τον Αλλάχ να τους υψώσει και να τους δεχτεί στον παράδεισο” και τελείωνε με τη φράση “Η Αμερική δεν θα γνωρίσει πια ποτέ την ασφάλεια πριν τη γνωρίσει η Παλαιστίνη και πριν όλοι οι δυτικοί στρατοί εγκαταλείψουν τα άγια χώματα” (Μonde, 9/10/2001).
Έπρεπε να ξεκινήσουν οι βομβαρδισμοί, δηλαδή έπρεπε η αμερικανο-αφγανική αντιπαράθεση να γίνει ανταγωνιστική, δηλαδή έπρεπε η σκληρή αντιδυτική γραμμή μέσα στους Ταλιμπάν να γίνει κυρίαρχη για να μπορέσει να ξαναμιλήσει ο προβοκάτορας και να πει τα αντίθετα ακριβώς από αυτά που ισχυρίστηκε πριν λίγες μέρες. Η ωμή παραδοχή του ψέματος και η ανενδοίαστη πολιτική του χρήση είναι βασικό συστατικό της νιτσεϊκής σκέψης και της χιτλερικής πρακτικής. Για τους ναζιστές ηθικό και αληθινό είναι ότι χρησιμεύει στην κυριαρχία τους. Μόνο οι διεφθαρμένες μάζες μπορούν να υπερασπίσουν μια τέτοια στάση και να αποδεχτούν τέτοιους ηγέτες.
Για τους Ρώσους και τον Μπιν Λάντεν όλο το ζήτημα ήταν να ξεκινήσει τον πόλεμο η Αμερική.
Από την ώρα που τον ξεκίνησε δεν θα μπορέσει ποτέ να τον τελειώσει δίχως τη ρώσικη έγκριση, δηλαδή τελικά δίχως τη ρώσικη νίκη.
Αυτή η νίκη βρίσκεται ήδη μέσα στην πόλωση που φέρνουν οι βομβαρδισμοί. Από την ώρα που αυτοί άρχισαν οι Αμερικάνοι δεν θα μπορούν να προχωρήσουν δίχως να υποκύπτουν στη Ρωσία και στο νεοναζιστικό άξονα στον οποίο αυτή ηγεμονεύει, στον άξονα Ρωσία - Κίνα - Τεχεράνη. Όσο μάλιστα οι Ταλιμπάν θα αντιστέκονται οι Αμερικανοί θα αναγκάζονται να δίνουν τα πάντα στη Β. Συμμαχία και να θυσιάζουν σ’ αυτήν ακόμα και το Πακιστάν. Το Πακιστάν μπορεί να υπάρξει δίπλα στη Δύση, δηλαδή η κυβέρνηση Μουσάραφ μπορεί να σταθεί μόνο αν στην Καμπούλ υπάρχουν και φιλικές της δυνάμεις, δηλαδή οι μετριοπαθείς Ταλιμπάν ή γενικά οι φιλοπακιστανοί Παστούν. Γι΄αυτό ως τώρα οι ΗΠΑ δεν θέλουν να δώσουν την Καμπούλ μόνο στη Β. Συμμαχία. Όσο όμως θα αδυνατούν να πετύχουν μια νίκη απέναντι στους Ταλιμπάν οι ΗΠΑ θα είναι πρόθυμες να παραδώσουν όλο το έδαφος στη Βόρεια Συμμαχία και μάλιστα στις πιο φιλορώσικες τάσεις που υπάρχουν στο εσωτερικό της. Έτσι και οι αμερικανο-πακιστανικές αντιθέσεις αναπόφευκτα θα δυναμώνουν.
Από την άλλη μεριά εξ ίσου αναπόφευκτα οι αμερικάνικοι βομβαρδισμοί θα σπρώχνουν όλο και βαθύτερα τους Ταλιμπάν στη γραμμή Μπιν Λάντεν και στο αντιδυτικό διεθνές ισλαμοφασιστικό μέτωπο, του οποίου αυτός όλο και περισσότερο θα γίνεται πολιτικός ηγέτης και σύμβολό του. Είναι επίσης φυσικό οι Ταλιμπάν να υποχρεωθούν να στηρίζονται περισσότερο στην φαινομενικά ενδιάμεση γραμμή της Ρωσίας, παρά στην ακραία εχθρική τους γραμμή της Δύσης. Ήδη αντιπροσωπεία των Ταλιμπάν συναντήθηκε με τη Β. Συμμαχία και μάλιστα με τον τυπικό “ρώσο” εκπρόσωπό της, τον Ντοστόμ, ενώ ο Ομάρ ανοιχτά πια καλεί τη Β. Συμμαχία σε κοινό αντιαμερικανικό μέτωπο. Προφανώς η Β. Συμμαχία αφήνει ελπίδες για κάτι τέτοιο. Αν λοιπόν ποτέ πραγματοποιηθεί αυτό το μέτωπο θα είναι ανάμεσα στην πιο “ρώσικη” Β. Συμμαχία και τους “πιο Μπιν Λάντεν” Ταλιμπάν. Άλλωστε αυτό έπαθε κάποτε και ο αντιρώσος Μασούντ. Έφτανε η βλακώδης πακιστανική και δυτική υποστήριξη στον τελικά αντιδυτικό ισλαμοφασίστα Χεκματιάρ, για να ρίξει τον Μασούντ στην αγκαλιά της Ρωσίας. Επειδή άλλωστε αυτός δεν ήταν ρωσόφιλος γινόταν μια διαρκής πολύχρονη προσπάθεια ενότητας με συζητήσεις ανάμεσα στους πιο μετριοπαθείς Ταλιμπάν (Μουντακί) και τον Μασούντ. Όμως αν σήμερα δημιουργηθεί μέτωπο Β. Συμμαχίας και Ταλιμπάν θα είναι επειδή δολοφονήθηκε ο Μασούντ στη Β. Συμμαχία και κυριάρχησαν εκεί οι ρωσόδουλοι και ταυτόχρονα επειδή στους Ταλιμπάν κυριαρχεί όλο και περισσότερο η γραμμή Μπιν Λάντεν πράγμα που θα μπορεί να κάνει απαραίτητη τη δολοφονία Μουντακί ή και του ίδιου του Ομάρ στο μέλλον.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η δολοφονία του Μασούντ ήταν προϋπόθεση για την καταστροφή των δίδυμων πύργων οπότε και για την έναρξη του αμερικανο-αφγανικού πολέμου. Ήδη η θεωρία ότι ο Μασούντ δολοφονήθηκε από τους Ταλιμπάν και το Πακιστάν μπαίνει σε αμφισβήτηση από τους ανθρώπους του Μασούντ που αναρωτιούνται στη βάση άφθονων στοιχείων πως είναι δυνατό οι δολοφόνοι που εμφανίστηκαν σαν δημοσιογράφοι να περάσουν από τους ελέγχους ασφαλείας και κάνουν την υπόθεση ότι υπήρχε προδοσία από το εσωτερικό της Β. Συμμαχίας (μεγάλο άρθρο της Monde 3-10-2001).Όμως το βασικό στοιχείο για το ποιος βρίσκεται πίσω από τη δολοφονία του είναι πολιτικό. Πρόκειται για το ότι διαδοχός του Μασούντ στη στρατιωτική ηγεσία της Βόρειας συμμαχίας αμέσως μετά το θάνατό του έγινε ο Μοχάμεντ Φαχίμ. Ο Φαχίμ ήταν το δεξί χέρι του μεγαλύτερου πράκτορα της Ρωσίας στο Αφγανιστάν, του Νατζιμπουλάχ και μάλιστα από την εποχή που αυτός ήταν αρχηγός της αφγανικής ασφάλειας πριν διοριστεί πρόεδρος του Αφγανιστάν από τα ρώσικα στρατεύματα κατοχής. Ο Φαχίμ αυτομόλησε στο Μασούντ λίγο πριν ο ρώσικος στρατός αποχωρήσει από το Αφγανιστάν και εγκαταλείψει το Νατζιμπουλάχ στην αφγανική αντίσταση που τελικά τον κρέμασε. Ο Μασούντ εκτελέστηκε στη βάση της ίδιας αναγκαιότητας που εκτελέστηκε ο Αμπντούλ Χακ. Σε τέτοιες προβοκάτσιες δεν υπάρχει χώρος για ενδιάμεσους και ταλαντευόμενους.

Η ΚΑΜΠΗ ΤΟΥ 98 ΦΩΤΙΖΕΙ ΤΟ 2001

Από την άποψη της σφαιρικής, παγκόσμιας πολιτικής ανάλυσης το κεντρικό σημείο της προβοκάτσιας στο αφγανικό βρίσκεται εκεί που συναντιούνται πολιτικά οι δύο πόλοι στο σύστημα “σκούπα - φαράσι”, δηλαδή οι Κλίντον - Τάλμποτ - Τένετ από τη μια μεριά και ο Μπιν Λάντεν από την άλλη, για να επιβάλλουν τη μεγάλη στροφή στην διεθνή διπλωματική γραμμή των ΗΠΑ.
Αυτοί συναντιούνται όπως είπαμε στην ανατίναξη των πρεσβειών στην Κένυα και την Τανζανία το 1998 μετά την οποία προσδιορίστηκε εύκολα και αυτόματα σαν κύριος εχθρός των ΗΠΑ ο Μπιν Λάντεν, και σαν χώρα κέντρο της διεθνούς τρομοκρατίας το Αφγανιστάν, ενώ αθωώθηκε ολότελα για το συγκεκριμένο χτύπημα το ως χθες αδιαμφισβήτητο κέντρο τρομοκρατίας, το Ιράν.
Για τη στροφή αυτή χρειάστηκε οι αμερικάνικες μυστικές υπηρεσίες και η αμερικάνικη διπλωματία να ξεχάσουν μια γνωστή σε αυτούς και αποκαλυπτική διάσταση που αφορά τη δράση και την ιστορία του Λάντεν.
Αντίθετα από τους ισχυρισμούς των αγοραίων κονδυλοφόρων και της ρώσικης προπαγάνδας που αναφέρονται διαρκώς στη δυτικόφιλη προϊστορία του Μπιν Λάντεν, ο Μπιν Λάντεν σαν τρομοκράτης και ισλαμοφασίστας είναι παιδί του νεοναζιστικού άξονα και συγκεκριμένα του Ιράν.
Το περιοδικό Strategic Policy Τόμος XXIV, τεύχος Νο 8, 3 Αυγούστου του 1996, με λεπτομερειακό τρόπο επικαλέστηκε στοιχεία των αμερικάνικων μυστικών υπηρεσιών. Αυτά τα στοιχεία του Strategic Policy αναφέρονται στο “Reaping the Whirlwind” ως εξής: “Ο σκοτεινός χρηματιστής (Μπιν Λάντεν) έγινε ολοκληρωτικά μέρος της Διεθνούς Χεζμπολάχ, ενός πανισλαμικού τρομοκρατικού συμπλέγματος που το συνέλαβε ο νέος ιρανός αρχηγός της εξωτερικής αντικατασκοπίας Μεχντί - Τσαμράν και που είχε σαν προορισμό να καταφέρει ακριβή πλήγματα στην καρδιά των ΗΠΑ, της Σαουδικής Αραβίας, και της Αιγύπτου. Πολλές από αυτές τις επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένης της βομβιστικής επίθεσης στο Κομπάρ (Στη Σαουδική Αραβία το 1995) και της δολοφονίας μιας γυναίκας διπλωμάτη των ΗΠΑ στην Αίγυπτο, ήταν ικανοποιητικά προωθημένα για να ενσωματωθούν στη νέα στρατηγική του Τσαμράν, η οποία τυπικά αποκαλύφθηκε από τον πνευματικό ηγέτη του Ιράν Αγιατολάχ Αλί Καμενεί στην “Προσευχή της Παρασκευής” στις 7 Ιούνη του 1996 και περιγράφτηκε σαν εκείνη που φέρνει το Τζιχάντ σε “όλες τις ηπείρους και τις χώρες”. Δύο εβδομάδες αργότερα αναφέρεται ότι πραγματοποιήθηκε μια τρομοκρατική συνάντηση κορυφής στην Τεχεράνη η οποία τράβηξε αντιπροσώπους ισλαμικών ομάδων από όλο τον κόσμο.
Ανώτατοι διοικητές από εννιά καλά εγκατεστημένες (well established) οργανώσεις που περιλαμβάνουν την Παλαιστινιακή Ισλαμική Τζιχάντ, το FPLP, το Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης, τη Λιβανική Χεζμπολάχ, την Αιγυπτιακή Τζιχάντ, την Χαμάς, το κουρδικό ΡΡΚ και το Κίνημα Ισλαμικής Αλλαγής στον Κόλπο, συμφώνησαν να ενοποιήσουν τις χρηματικές τους πηγές και να τυποποιήσουν την στρατιωτική εκπαίδευση των μελών τους σε 30 περίπου χώρες για να κατοχυρώσουν μια διαλειτουργικότητα. Εκλέχτηκε μια επιτροπή από τους Μπιν Λάντεν, Ιμαντ Μουγκανίζια της Λιβανικής Χεζμπολάχ και Άχμαντ Σαλάχ της αιγυπτιακής Τζιχάντ που θα συναντιόνταν κάθε μήνα κάτω από την προεδρία του Τσαμράν για να συντονίσουν τις τρομοκρατικές δραστηριότητες”.

Ασφαλώς δεν χρειάζεται να παίρνει κανείς κατά γράμμα και να στηρίζει πολιτικές αναλύσεις κύρια πάνω σε στοιχεία μυστικών υπηρεσιών, όμως υπάρχουν συνωμοτικά στοιχεία που συμφωνούν με τα φανερά στοιχεία μια πολιτικής και η πολιτική του Ιράν σε όλο το μεσανατολικό χώρο είναι και ήταν για δεκαετίες το βασικό στήριγμα, ο εμπνευστής και ο οργανωτής της ισλαμοφασιστικής αντιδυτικής τρομοκρατίας.
Είναι φυσικό αυτής της πολιτικής να είναι τουλάχιστον σύμμαχος, αν όχι αναπόσπαστο τμήμα της ένας Μπιν Λάντεν, όπως αυτής της πολιτικής υπήρξε σύμμαχος και ο κλασσικός αφγανός ισλαμοφασίστας και συνεργάτης του Μπιν Λάντεν, Χεκματιάρ. Είναι όμως κυρίως φυσικό μια τέτοια συλλογή στοιχείων από τις αμερικάνικες υπηρεσίες σαν την παραπάνω, να τις υποχρεώνει τουλάχιστον να μην απαλλάξουν από υποψίες το Ιράν για μια κλασσική, ιρανικού τύπου επίθεση, σαν εκείνη της ανατίναξης των δύο πρεσβειών το 1998.
Η ασύλληπτη στροφή της διεθνούς γραμμής της προεδρίας Κλίντον το 1998, με την οποία αυτή έκανε κύριο εχθρό των ΗΠΑ το ως τότε σχετικά δυτικόφιλο και αντιρώσικο Ισλάμ, και κύριο σύμμαχο τους το αντιδυτικό ισλαμοφασιστικό, ενώ συμπαρέτασσε παντού τις ΗΠΑ με τον νεοναζιστικό άξονα, αποδεικνύει την κοινή πολιτική βάση και την πολιτική στιγμή της σύμπτωσης των δύο πόλων της στρατηγικής προβοκάτσιας, τους πόλους Κλίντον - Μπιν Λάντεν.
Πρόσφατα ο Κλίντον έκανε μια δήλωση σύμφωνα με την οποία ο Μπιν Λάντεν είναι ένας “δαιμόνιος άνθρωπος που οι ικανότητές του δεν θα πρέπει να υποτιμούνται”. Αυτό σημαίνει ότι ο Κλίντον εκτιμά - ή ξέρει - ότι ο Μπιν Λάντεν δεν θα συλληφθεί εύκολα. Αν αυτό ισχύει τότε ο Μπιν Λάντεν είναι ρυθμισμένος για να βρίσκεται μπροστά από τις ΗΠΑ όπως ένα κομμάτι κρέας μπροστά από την πεινασμένη μουσούδα ενός σκύλου κυνοδρομίας που ποτέ δεν θα σταματήσει να τρέχει ώσπου να το πιάσει ενώ αυτό θα απομακρύνεται μαζί του. Άλλωστε ακόμα και από το εσωτερικό των ΗΠΑ είχαν γίνει παλιότερα κριτικές στον Κλίντον, γιατί δεν έκανε καμιά απόπειρα να το συλλάβει τον Μπιν Λάντεν στο Αφγανιστάν με επιχείρηση κομάντος μεταξύ του 1998 και 2000.
Αν επιμένουμε τόσο πολύ στο 1998 και επανερχόμαστε διαρκώς σ’ αυτό είναι γιατί αυτό φωτίζει το Σεπτέμβρη του 2001. Γιατί το ’98 βάζει το ερώτημα πως είναι δυνατό με ελάχιστα και ασήμαντα στοιχεία να αλλάζει η στρατηγική μιας υπερδύναμης. Γιατί το ’98 αποδεικνύει ότι το βασικό δεν είναι τα στοιχεία, αλλά η πρόθεση για τη χάραξη μιας νέας στρατηγικής. Είναι λοιπόν αυτή η νέα χαραγμένη και γενικά αποδεκτή στρατηγική στροφή στο ζήτημα της τρομοκρατίας από το 1998, είναι αυτή η γερά εδραιωμένη προκατάληψη χάρη στις προσπάθειες των Κλίντον - Τένετ, που κάνει την προεδρία Μπους να αντιδράσει αντανακλαστικά στη σφαγή του Μανχάταν και να δείξει σε χρόνο μηδέν σαν ενόχους τους Μπιν Λάντεν και Ταλιμπάν. Γι’ αυτό το λόγο οι ΗΠΑ το Σεπτέμβρη του 2001 δεν χρειάζονται αληθινά στοιχεία για να μάθουν ποιος τους χτύπησε, χρειάζονται μόνο ένα χτύπημα που να τους τρελλαίνει και μια επίφαση στοιχείων για να πείσουν τους εαυτούς τους και τους συμμάχους τους στα γρήγορα για την αναγκαιότητα ενός πολέμου ενάντια στον σίγουρο εχθρό.
Αυτή η αδυναμία έχει εντοπισθεί από τους πάντες και έχει αποδειχθεί από το γεγονός ότι οι ΗΠΑ δεν δίνουν ακόμα στην πλατειά δημοσιότητα, δηλαδή στους λαούς, τα βασικά, αδιάψευστα και χειροπιαστά στοιχεία για την ηγετική εμπλοκή του Μπιν Λάντεν στην οργάνωση του χτυπήματος της 11 Σεπτέμβρη. Το επιχείρημά τους ότι μια τέτοια δημοσιοποίηση θα διευκόλυνε τους τρομοκράτες δεν στέκει γιατί δεν υπάρχει τίποτα πιο σοβαρό από το ότι ενάντια σε μια χώρα κηρύχθηκε ήδη πόλεμος και ότι αυτός ο πόλεμος πρέπει να δικαιολογηθεί στους λαούς.
Όλοι μιλάνε για ενδείξεις και όχι για αποδείξεις. Τέτοια άρθρα βρίθουν στον διεθνή τύπο από γενικούς και ειδικούς σχολιαστές. Σε ένα άρθρο του Seymour M. Hersh στην New Yorker της 8 Οκτώβρη, που αναδημοσιεύτηκε στη Μonde της 11 του Οκτώβρη, δίνεται πλατειά εικόνα της αδυναμίας των αμερικάνικων μυστικών υπηρεσιών να πείσουν τους ειδικούς για τους ισχυρισμούς τους..Στο άρθρο αυτό αναφέρεται ότι αρκετοί ειδικοί σε συνεντεύξεις τους αναρωτιούνται για κείνο για το οποίο είχε αναρωτηθεί η “Νέα Ανατολή” από την πρώτη στιγμή, και λένε: “Είναι δυνατόν ένας τέτοιος τύπος να καθοδηγεί τέτοιες επιχειρήσεις από μια σπηλιά στο Αφγανιστάν; Είναι τόσο γιγαντιαίες. Δεν θα μπορούσε να το κάνει αυτό (την καθοδήγηση τους) μόνος του”. Κυρίως όμως το άρθρο επικαλείται τη διάψευση της δήλωσης Παόυελ μπροστά στην τηλεόραση ότι θα δοθούν “στον αμερικάνικο λαό και σε όλο τον κόσμο, αδιάψευστα στοιχεία” που να αποδεικνύουν την ευθύνη του Μπιν Λάντεν στις τρομοκρατικές επιθέσεις και τονίζει: “Η επίσημη αυτή αναφορά, που τόσο πολύ προεξοφλήθηκε, δεν μπόρεσε να παραχθεί εξ αιτίας έλλειψης συγκεκριμένων γεγονότων. Σύμφωνα με υψηλόβαθμο στέλεχος του υπουργείου δικαιοσύνης (ένα τέτοιο ντοκουμέντο) δεν ήταν αρκετά συμπαγές για να επιφέρει την πεποίθηση (περί ενοχής)”.
Αυτή η παρατήρηση έγινε ενώ είχε ήδη δοθεί στις κυβερνήσεις των συμμάχων των ΗΠΑ το γνωστό απόρρητο πολιτικό ντοκουμέντο βάσει του οποίου επιχειρήθηκε να στοιχειοθετηθεί η ενοχή του Μπιν Λάντεν. Αυτό δεν δημοσιεύτηκε ποτέ και δεν δόθηκε σε κανένα “λαό του κόσμου” αλλά τα βασικά του στοιχεία περιλαμβάνονται σε ένα κείμενο 70 σημείων που έδωσε ο Μπλερ στην Βουλή των Κοινοτήτων στις 4 του Οκτώβρη. Αυτό το κείμενο δημοσιεύτηκε (το μεγαλύτερο και σημαντικότερο τμήμα του) στη Μonde της 9/10/2001.
Πρόκειται για ένα ασύλληπτα αδύναμο κείμενο στο οποίο εντοπίσαμε ένα καθαρό ψέμα, ότι ο Μπιν Λάντεν ανέλαβε την ευθύνη της ανατίναξης των δύο πρεσβειών το ’98, και μία εσκεμμένη ανακρίβεια, ότι οι ΗΠΑ έδωσαν στους Ταλιμπάν αποδείξεις της ενοχής του Λάντεν (εννοώντας τα 238 σημεία). Το κείμενο έχει σα στόχο να σύρει γρήγορα και εύκολα τους βρετανούς βουλευτές να υποστηρίξουν τον πόλεμο.
Όμως η μεγάλη αδυναμία αυτού του ντοκουμέντου βρίσκεται στα συγκεκριμένα στοιχεία που παραθέτει για την ενοχή του Μπιν Λάντεν στο χτύπημα του Σεπτέμβρη. Πρόκειται για τα σημεία 61 έως 69. Το μόνο κάπως ισχυρό, το σημείο 61, στο οποίο αναφέρεται ότι τρεις από τους αεροπειρατές έχουν αναγνωριστεί σαν συνεργάτες της Αλ Κάϊντα, δεν τεκμηριώνεται με κανένα άλλο στοιχείο. Όμως έχει εμφανιστεί στον τύπο το είδος των στοιχείων που τους συνδέουν με τον Μπιν Λάντεν. Στη Monde λοιπόν της 17 Σεπτέμβρη αναφέρεται ότι “ο ένας από τους 19 αεροπειρατές εμφανίζεται σε φιλμ του 1999 ή του 2000 στη Μαλαισία δίπλα σε δύο άτομα που στη συνέχεια θεωρήθηκαν ύποπτοι για την έκρηξη του 2001 στο Cole. Oι δύο άλλοι καμικάζι φαίνεται ότι είχαν σχέσεις με έναν κουβεϊτανό που συνελήφθη στις 17 Σεπτέμβρη και θεωρήθηκε σαν πιθανός σύνδεσμος στη Βοστόνη της Αλ Κάιντα. (οι υπογραμμίσεις δικές μας).” και συμπεραίνει ο αρθρογράφος: “ Αυτές οι διάφορες πίστες υπόπτων- το λιγότερο έμμεσες- δείχνουν ωστόσο τη δυσκολία να αποδειχθεί η ενοχή του δισεκατομμυριούχου Σαουδάραβα”. Οι λέξεις “θεωρήθηκαν”, “φαίνεται”, “πιθανός” και “ύποπτος” δεν δείχνουν ισχυρές πεποιθήσεις.
Όμως η γύμνια φαίνεται παρακάτω σε στοιχεία που οι πηγές τους σύμφωνα με το ντοκουμέντο δεν μπορούν να προσδιοριστούν για λόγους “εμπιστευτικότητας”, και τα οποία όλα μαζί συναποτελούν το σημείο 62. Τα στοιχεία αυτά είναι κατά λέξη τα εξής: Πρώτον: “Υπήρξε προπαγανδιστική εκστρατεία πριν τις 11 του Σεπτέμβρη σε ομάδες που μοιράζονταν τις απόψεις του Μπιν Λάντεν, η οποία δικαιολογούσε επιθέσεις ενάντια σε εβραϊκούς και αμερικάνικους στόχους ... και βεβαιώνει ότι οι δράστες που θα πέθαιναν σε αυτή εκτελούσαν θεϊκό έργο”. Δεύτερον: “Μάθαμε μετά τις 11 Σεπτέμβρη, ότι ο ίδιος ο Μπιν Λάντεν διαβεβαίωνε πριν από τις 11 Σεπτέμβρη ότι ετοίμαζε μια μείζονα επίθεση κατά των ΗΠΑ, Τρίτον: “τον Αύγουστο και τις αρχές του Σεπτέμβρη κοντινοί συνεργάτες του Μπιν Λάντεν ειδοποιήθηκαν να επιστρέψουν στο Αφγανιστάν πριν τις 10 Σεπτέμβρη”, Τέταρτον: “Μετά τις 11 Σεπτέμβρη μάθαμε ότι ένας από τους πιο κοντινούς και πιο παλιούς συνεργάτες του Μπιν Λάντεν ήταν υπεύθυνος για τη λεπτομερειακή οργάνωση των επιθέσεων”, Πέμπτον: “Υπάρχουν αποδείξεις πολύ ειδικής φύσης που αφορούν την ενοχή του Μπιν Λάντεν και των συνεργατών μας, αλλά είναι πολύ ευαίσθητες για να διαδοθούν”.
Τα υπόλοιπα σημεία από το 63 έως το 69 δεν αξίζουν καν να αναφερθούν. Πρόκειται για απόλυτες εικασίες που τον τύπο τους τον περιγράφει το τελευταίο σημείο, το 69: “καμιά άλλη οργάνωση δεν έχει ταυτόχρονα το κίνητρο και την ικανότητα να φέρει σε πέρας επιθέσεις όπως αυτές τις 11 του Σεπτέμβρη, πλην της Αλ Κάϊντα που καθοδηγείται από τον Μπιν Λάντεν”. Καμιά KGB λοιπόν, καμία ιρανική, και καμία άλλη ασφάλεια ισχυρού μιλιταριστικού κράτους στον πλανήτη δεν μπορεί να φέρει σε πέρας μια τέτοια αποστολή και είναι δυνατόν να την έφερε σε πέρας μόνη της μια οργάνωση χωρίς κράτος. Αν είναι δυνατόν. Να γιατί κανένα σοβαρό ντοκουμέντο δεν μπορεί να παραχθεί για να πείσει τους λαούς και όλες τις κυβερνήσεις του κόσμου.
Η υπόθεση των στοιχείων είναι η πολιτική αχίλλεια φτέρνα όλου αυτού του πολέμου που διεξάγουν οι ΗΠΑ. Δεν είναι τυχαίο ότι το επιχείρημα του Μπιν Λάντεν, που έγινε τελικά επιχείρημα και των Ταλιμπάν, είναι το “δεν έχετε στοιχεία”, όπως αυτή είναι και επιφύλαξη που κάθε τόσο διατυπώνει η ρώσικη διπλωματία προκειμένου να εξαρτήσει από αυτό την ορθότητα της διεξαγωγής του πολέμου, έτσι ώστε, όπως είπαμε, να ζητήσει την παύση του όποτε κρίνει ότι ήρθε η ώρα.
Ο προβοκάτορας Λάντεν δεν παίζει τυχαία με την εσκεμμένη αντίφασή του να υποστηρίζει μια πράξη που αρνείται ότι διέπραξε.Υποστηρίζει την πράξη για να προκαλέσει βία και αρνείται ότι την διέπραξε για να κάνει πολιτικά αστήρικτη και τελικά αδιέξοδη αυτή την βία. Αν ο Μπιν Λάντεν και οι εντολοδόχοι του μπορούν να κινούνται πάνω σ’ αυτή την αντίφαση είναι γιατί και οι δύο πόλοι - θύματα της προβοκάτσιας, οι ΗΠΑ και το Αφγανιστάν, ή αλλιώς η κυβέρνηση Μπους και οι Ταλιμπάν είναι ιδεολογικά και πολιτικά ανίκανοι να την αντιμετωπίσουν.

ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΑΙΤΙΕΣ ΠΟΥ ΚΑΝΟΥΝ ΤΙΣ ΗΠΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΤΑΛΙΜΠΑΝ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΘΥΜΑΤΑ ΠΡΟΒΟΚΑΤΣΙΑΣ

Αυτό το κοινό που λείπει και από τις ΗΠΑ και από τους Ταλιμπάν, είναι μια στοιχειώδης δημοκρατική αντίληψη για τις διεθνείς σχέσεις που στο βάθος σημαίνει περιφρόνηση στις μάζες και στις πολιτικές μορφές κυριαρχίας των μαζών στο σύγχρονο κόσμο. Με τη σειρά τους αυτά τα μεγάλα κουσούρια οφείλονται στην ιμπεριαλιστική φύση των πρώτων και στην αντιδραστική - απομονωτική και δικτατορική φύση των δεύτερων.
Έτσι οι μεν ΗΠΑ επιτρέπουν στον εαυτό τους να επιτίθενται στην κυβέρνηση μια κυρίαρχης χώρας επειδή δεν συμμορφώνεται σε μια δίχως όρους και δίχως συζήτηση αξίωσή τους, οι δε Ταλιμπάν επιτρέπουν στον εαυτό τους να φιλοξενούν στον έδαφός τους έναν ένοπλο κήρυκα διεθνούς γενοκτονίας. Αυτή είναι η στάση που τελικά κάνει τον πόλεμο άδικο κι από τις δύο μεριές αν και όπως είπαμε αρχικά το μεγαλύτερο βάρος για την έναρξη και τη συνέχισή του, φέρνουν οι ΗΠΑ και γενικά το ρωσοαμερικάνικο μέτωπο.
Ας αρχίσουμε από τους Ταλιμπάν.
Αυτοί ζητάνε στοιχεία για την ενοχή του Μπιν Λάντεν. Όμως ο Μπιν Λάντεν είναι ένοχος έτσι κι αλλιώς. Πιθανά να μην είναι ένοχος, ή έστω ο κύριος ένοχος για τη σφαγή του Σεπτέμβρη, ή για το Cole, ή για τις πρεσβείες, όμως είναι ένας αδιαμφισβήτητα αρχηγός ενός μικρού ή μεγαλύτερου δικτύου ενόπλων σωμάτων που σαν τέτοιος καλεί τα μέλη αυτών των σωμάτων, αλλά ευρύτερα τα εκατοντάδες εκατομμύρια πιστών μιας θρησκείας να διαπράξουν όσο πιο πολλά και μαζικά εγκλήματα γενοκτονίας μπορούν κατά δύο συγκεκριμένων λαών, του λαού των ΗΠΑ και των Εβραίων, παντού στον κόσμο.
Ένας τέτοιος ένοπλος κήρυκας γενοκτονίας είναι έτσι κι αλλιώς ένοχος, σαν αντικειμενικά συμμέτοχος σε ηθική αυτουργία για οποιαδήποτε βίαιη πράξη αυτού του πολιτικού χαρακτήρα η οποία εκδηλώθηκε οπουδήποτε στον κόσμο από το 1998 που ο Μπιν Λάντεν κάλεσε σε αυτήν και οπουδήποτε εκδηλωθεί στο μέλλον. Γι’ αυτό το έγκλημα έγινε ακόμα πιο ένοχος ο Μπιν Λάντεν αφ΄ ότου χαιρέτησε, μόνος αυτός σαν πολιτικός ηγέτης μέσα σε όλη την υδρόγειο, τη σφαγή του Σεπτέμβρη. Οι Ταλιμπάν έχουν δίκιο να ζητάνε στοιχεία και στο κάτω κάτω να ζητάνε να τους απευθύνει αίτημα απ’ ευθείας η κυβέρνηση των ΗΠΑ για την έκδοση του Λάντεν, αλλά δεν έχουν κανένα δικαίωμα να φιλοξενούν στο έδαφός τους και μάλιστα να διατηρούν πολιτικούς δεσμούς και προσωπικούς δεσμούς κορυφής με έναν κήρυκα γενοκτονίας κατά τρίτων χωρών.
Αυτό ποτέ δεν θα το έκανε μια κυβέρνηση στοιχειωδώς δημοκρατική στις διεθνείς της σχέσεις, δηλαδή μια κυβέρνηση που σέβεται την κρατική ανεξαρτησία άλλων χωρών. Μια οποιαδήποτε τέτοια κυβέρνηση θα είχε διώξει με τις κλωτσιές αυτόν τον προβοκάτορα κιόλας από την διακήρυξή του το 1998. Αυτή η στάση των Ταλιμπάν είναι δεμένη με την αντίληψη τους, αντίληψη που μοιράζονται με τους τυπικούς ισλαμοφασίστες ότι η κρατική ανεξαρτησία και η κρατική υπόσταση οποιουδήποτε λαού βρίσκεται πιο κάτω από τη θρησκευτική του υπόσταση και εξαρτάται από αυτήν. Αυτό ξεκινάει από την αντίληψή τους για την ίδια την ατομική υπόσταση και την ατομική ελευθερία του κάθε ξεχωριστού ανθρώπου, η οποία αναγνωρίζεται ολοκληρωμένα μόνο όταν αυτός ο άνθρωπος είναι πιστός του Ισλάμ.
Για μια τέτοια αντίληψη σύμφωνα με τη οποία η εξόντωση των απίστων είναι υποχρεωτική στο εσωτερικό της χώρας, δεν είναι δα και τόσο μεγάλο έγκλημα να καλεί κανείς στην εξόντωση των απίστων στο εξωτερικό. Αυτό το πολύ να είναι λάθος Αυτός είναι ο λόγος που κάνει τους Ταλιμπάν να ζητάνε συγκεκριμένα στοιχεία ενοχής του φιλοξενούμενού τους για την ευθύνη του στην καθοδήγηση και οργάνωση της συγκεκριμένης γενοκτονικής πράξης, πράξης που και οι ίδιοι αντίθετα από τον Μπιν Λάντεν καταγγέλλουν.
Έτσι λοιπόν υπάρχει ο Μπιν Λάντεν σαν ιδεολογία μέσα στους Ταλιμπάν. Όπως κάθε καλός προβοκάτορας έτσι κι αυτός ζει μέσα στις πιο σκοτεινές πτυχές των θυμάτων του. Ο Μπιν Λάντεν κάνει διεθνή πολιτική κρυμμένος μέσα στο καθεστώς της πιο μεγάλης κοινωνικής και ιδεολογικής απόστασης από τις διεθνείς εξελίξεις, και μέσα στο πιο αποκλεισμένο - φοβισμένο τμήμα ενός τριτοκοσμικού πληθυσμού, που βασανίζεται για δεκαετίες από μια εξωτερική βία που πέφτει πάνω του με ασύλληπτη σκληρότητα δίχως να μπορεί ποτέ να κατανοήσει τις αιτίες της
Το ίδιο εύκολα μπορούν να κρύβονται πολιτικοί προβοκάτορες σαν τον Κλίντον, τον Τάλμποτ και τον Τένετ στις πιο σκοτεινές πτυχές του κυρίαρχου αστικού κόσμου των ΗΠΑ. Οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να έχουν στηρίξει όλη την στρατηγική τους στο ζήτημα Μπιν Λάντεν, ακριβώς στο στοιχείο της πολιτικής - ηθικής αυτουργίας που αναλύσαμε παραπάνω, από την πρώτη στιγμή της γενοκτονικής του διακήρυξής του 1998, δηλαδή πάνω στα στοιχεία της ανοιχτής πολιτικής και όχι πάνω στην κατασκοπεία και τις αστυνομικές έρευνες. Αν όμως το έκαναν αυτό τότε θα έπρεπε να συγκρουστούν δέκα φορές πιο έντονα από όσο με τους Ταλιμπάν, με καθεστώτα σαν αυτό της Συρίας, του Ιράν και του Σουδάν, που όχι μόνο φιλοξενούσαν αλλά υποστήριζαν ανοιχτά και καθοδηγούσαν διαπιστωμένα γενοκτονικές ομάδες όπως η Χαμάς, η Χεζμπολάχ και η Τζιχάντ. Επιπλέον οι ίδιες αυτές οι χώρες και τα καθεστώτα τους ήταν κήρυκες αντιαμερικανικής και αντιεβραϊκής γενοκτονικής προπαγάνδας. Ο βαθύτερος λόγος λοιπόν για τον οποίο η ομάδα Κλίντον έριξε το βάρος της στα τάχα συγκεκριμένα, δηλαδή τα εντελώς αμφίβολα και τραβηγμένα από τα μαλλιά αστυνομικά στοιχεία ενοχής και όχι στα πολιτικά, ήταν για να συγκεντρωθούν τα πολιτικοστρατιωτικά πυρά αποκλειστικά στο Αφγανιστάν. Άλλωστε ο δρόμος για πειστικά στοιχεία σε οποιαδήποτε κατεύθυνση, δηλαδή και στην κατεύθυνση του πραγματικού ενόχου, ήταν φραγμένος εξ αιτίας της πολιτικής τύφλας του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού και κυρίως των αποτελεσματικών οργανωτικών μέτρων που είχαν πάρει οι Κλίντον - Τένετ. Η πολιτική τύφλα έγκειται στη γενική αμερικανική και δυτική πεποίθηση ότι από το 1989 η Ρωσία έπαψε να είναι αληθινή απειλή. Σύμφωνα με το άρθρο της New Yorker της 8/10/2001 που επικαλεσθήκαμε παραπάνω “στις αρχές του 1992, ο επικεφαλής του τμήματος για τη Σοβιετική Ένωση και την Ανατολική Ευρώπη της Σία, Μilton Bearden ...ειδοποίησε τις διάφορες αποστολές του στο εξωτερικό ότι η Ρωσία από δω και εμπρός θα αντιμετωπιζόταν σαν οποιαδήποτε άλλη φιλική χώρα όπως η Γερμανία ή η Γαλλία. Η ΣΙΑ δεν στρατολογούσε πλέον για κατασκοπεία κατά της Ρωσίας. Τα τμήματα παρακολούθησης της Υπηρεσίας έκλεισαν και οι τηλεφωνικές παρακολουθήσεις καταργήθηκαν για το σύνολο της Μέσης Ανατολής και της Ευρώπης” . Το πιο σημαντικό ωστόσο που προκύπτει από το άρθρο είναι η θεμελιακή οργανωτική αδυναμία που προκλήθηκε από το ότι αποσταθεροποιήθηκε ουσιαστικά στη διάρκεια της προεδρίας Κλίντον η Διεύθυνση Επιχειρήσεων (DO). Αυτή η διεύθυνση της ΣΙΑ στρατολογεί και καθοδηγεί κατασκόπους που ενσωματώνονται στο εχθρικό περιβάλλον, δηλαδή δεν έχουν οποιαδήποτε φανερή διπλωματική ιδιότητα.και ονομάζονται “μη επίσημοι”. Σύμφωνα με τον Hersh “είναι πιθανόν να μην υπάρχει ούτε ένας πράκτορας αυτού του τύπου που να λειτουργεί στους ισλαμικούς φονταμενταλιστικούς κύκλους. Παράλληλα η DO κλονίστηκε σοβαρά από μια σειρά παραιτήσεων και συνταξιοδοτήσεων στο πιο ψηλό επίπεδο” . Αυτές οι αποχωρήσεις, που αναφέρονται παρακάτω, έχουν γίνει στην περίοδο της προεδρίας Κλίντον. Οι ίδιες διαπιστώσεις γίνονται και σε ένα άρθρο του πρώην πράκτορα της ΣΙΑ Rueul Marc Gerecht, που αναδημοσιεύεται στη Mοντ της 1/10/2001, ο οποίος γράφει: “δεν μπορούμε σοβαρά να ελπίζουμε ότι θα συλλέξουμε χρήσιμες πληροφορίες για την ισλαμική τρομοκρατία χωρίς να μιλάμε να στρατολογήσουμε πράκτορες εκεί.” και παρακάτω τονίζει “όμως από το 1999 κανένα πρόγραμμα διείσδυσης σε μια ισλαμική φονταμενταλιστική οργάνωση από μη επίσημους δεν μπήκε σε εφαρμογή στο εξωτερικό” . Με λίγα λόγια και μετά το κρίσιμο 1998 ο Τένετ είχε φροντίσει να “σφραγίσει” τη ΣΙΑ από κάθε “ανεπιθύμητη” αξιόπιστη πληροφορία από πρώτο χέρι. Η κριτική για κατάργηση της “ζωντανής” κατασκοπείας γίνεται τώρα από πολλές πλευρές στη ΣΙΑ και στον Τένετ και πολλοί στο ρεπουμπλικανικό κόμμα ζητάνε την απομάκρυνσή του. Ο Τένετ απαντά με το επιχείρημα ότι διαθέτει ισχυρή ηλεκτρονική κατασκοπεία και ότι στη βάση των στοιχείων της η ΣΙΑ είχε ειδοποιήσει τις αρμόδιες αρχές τον περασμένο Αύγουστο ότι η Αλ Κάιντα σκόπευε τρομοκρατικό χτύπημα στις ΗΠΑ. Όμως οι ειδικοί συμφώνησαν στο ότι αυτή ήταν μια αόριστη ειδοποίηση (Μοντ, 11/10/2001). Το μεγάλο γεγονός ήταν ότι οι αμερικάνικες υπηρεσίες ασφαλείας δεν πήραν το παραμικρό μέτρο επιφυλακής ή παρεμπόδισης της σφαγής της 11 του Σεπτέμβρη. Στην ουσία όλα τα στοιχεία που έχει, ή υποτίθεται ότι έχει συγκεντρώσει ο Τένετ είναι από την ηλεκτρονική παρακολούθηση την οποία η προεδρία Κλίντον ανέδειξε σε ουσιαστικά μοναδική πηγή γνώσης, την υπερδιόγκωσε, της απέδωσε μεταφυσικές ιδιότητες και τελικά την ανέδειξε σε καθοδηγητή και φάρο της αμερικάνικης εξωτερικής πολιτικής. Η ηλεκτρονική κατασκοπεία όμως εκτός από το ότι είναι ασήμαντη σε αποτελεσματικότητα χωρίς την κλασσική κατασκοπεία, προσφέρει στον χειριστή της την άνεση να “στήσει” εύκολα όποια συνομιλία θέλει, να ισχυριστεί ότι θέλει, και να προσανατολίσει όπου θέλει μια τυφλή εξωτερική πολιτική. Αυτό το διαπιστώνει κανείς κυρίως με το σημείο 62 του ντοκουμέντου για την Αλ Κάιντα (δες παραπάνω).
Αλλά ακόμα κι αν οι ΗΠΑ διέθεταν περισσότερα αστυνομικά αντι-Μπιν Λάντεν στοιχεία στα χέρια τους, το μεγάλο τους ελάττωμα είναι αυτό που τόσο έντονα έχουμε ήδη επισημάνει. Ότι δηλαδή αρνήθηκαν έχοντας αυτά τα στοιχεία να συζητήσουν και μάλιστα να καλέσουν σε συνεργασία από την πρώτη στιγμή ενάντια στον Μπιν Λάντεν την κυβέρνηση των Ταλιμπάν. Αφήνουμε κατά μέρος το γεγονός ότι αυτή ήταν μια κυβέρνηση που επεδίωκε με πάθος να περάσει από το έδαφος της ένας αγωγός κατασκευασμένος από τις ΗΠΑ, ο μόνος έξω από τον εξαιρετικά εύθραυστο και αμφίβολο Καύκασο (Μπακού - Τσεϊχάν) που θα μπορούσε να αποφύγει τον ρώσικο αποκλεισμό. Το ότι οι ΗΠΑ έκαναν εχθρό τους ακριβώς αυτή την κυβέρνηση είναι απλά ένα εγκληματικό πολιτικό λάθος. Όμως το ότι την ποδοπάτησαν από την πρώτη στιγμή είναι ένα έγκλημα ιδεολογικού, δηλαδή πολύ ευρύτερου χαρακτήρα, που αφορά τις σχέσεις των ΗΠΑ και της Δύσης γενικότερα με τον Τρίτο κόσμο. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο με την τωρινή επίθεση της στο Αφγανιστάν, η Δύση θα χάσει πολύ περισσότερα από το να χάσει το ίδιο το Αφγανιστάν, θα χάσει όλο τον μουσουλμανικό και ένα πελώριο κομμάτι του ίδιου του τρίτου κόσμου.

ΕΝΑΣ ΠΡΟΒΟΚΑΤΟΡΑΣ ΣΤΗΝ ΚΕΡΚΙΔΑ

Όταν ένας προβοκάτορας πυροβολεί από μια κερκίδα σταδίου καμιά έξυπνη αστυνομία δεν επιτίθεται στην μάζα των φιλάθλων. Προσπαθεί να μαζέψει στοιχεία, να εντοπίσει τον ένοχο, να τον απομονώσει και να τον τιμωρήσει. Αν δεν αποδείξει αυτή την ενοχή κινδυνεύει να αντιμετωπίσει το μίσος όλων των φιλάθλων, ιδιαίτερα αν ο ύποπτος είναι ένας από τους ηγέτης τους. Αυτά ισχύουν ακόμα περισσότερο για προβοκατόρικα χτυπήματα που βγαίνουν μέσα από τις γραμμές πολιτικών κομμάτων και ακόμα περισσότερο για χτυπήματα που προέρχονται από το εσωτερικό κρατών. Σε τέτοιες περιπτώσεις την απάντηση πρέπει πρώτα απ’ όλους να την δώσει ο χώρος μέσα στον οποίο κρύβεται ο προβοκάτορας. Αν η αποκάλυψη του προβοκάτορα απαιτεί ισχυρά αστυνομικά στοιχεία, είναι επειδή μόνο ισχυρά αστυνομικά στοιχεία μπορούν να γίνουν όπλο για να μπορέσουν οι θετικοί παράγοντες στο εσωτερικό του δοσμένου χώρου, να δώσουν την πολιτική μάχη, τη μάχη ιδεών για την αποκάλυψη του προβοκάτορα. Όπως είπαμε οι Ταλιμπάν σαν χώρος είναι επιρρεπείς στο να έχουν μέσα τους έναν προβοκάτορα, αλλά για να τον παραδώσουν θα πρέπει οι πιο προοδευτικοί ή οι λιγότερο αντιδραστικοί από αυτούς να βοηθηθούν να δώσουν την πολιτική πάλη ενάντια στους πιο καθυστερημένους και στους πιο αντιδραστικούς από αυτούς οι οποίοι αντικειμενικά αποτελούν την πολιτική φρουρά του προβοκάτορα.
Αν ένας προβοκάτορας χτυπήσει από το εσωτερικό ενός κράτους ένα άλλο κράτος, τότε θα πρέπει αυτό το άλλο κράτος να διαθέτει ήδη πολύ ισχυρά στοιχεία, να τα μοιραστεί με το κράτος στο οποίο κινείται ο προβοκάτορας και σε συνεργασία με αυτό να βρει νέα ακόμα πιο ισχυρά στοιχεία. Αυτό σημαίνει ότι η πάλη ενάντια στον προβοκάτορα για μια ολάκερη περίοδο πρέπει να είναι κυρίως εσωτερική για το κράτος που τον φιλοξενεί. Μόνο αν αυτή η εσωτερική πάλη ολοκληρωθεί και μόνο αν αποδειχτεί ότι το κράτος καλύπτει τον προβοκάτορα, δηλαδή έχει γίνει το ίδιο προβοκάτορας, μόνο τότε η σύγκρουση μπορεί να γίνει ανάμεσα στα δύο κράτη. Αλλά αν αυτό θα έχει συμβεί τότε το κράτος προβοκάτορας θα είναι στο μεταξύ διεθνώς απομονωμένο γιατί οι λαοί και οι κυβερνήσεις θα έχουν όλο τον καιρό να ενημερωθούν και να τοποθετηθούν στη διένεξη, αφού το κράτος θύμα της επίθεσης δεν θα έχει κανένα λόγο να μη μοιραστεί τα στοιχεία του με τους λαούς και τις κυβερνήσεις.
Οι ΗΠΑ δεν ακολούθησαν ποτέ αυτή την τακτική ακριβώς επειδή θεώρησαν ανάξιο λόγου να αναγνωρίσουν τις εσωτερικές διεργασίες του Αφγανιστάν και τελικά το γεγονός ότι ακόμα και η πιο καθυστερημένη και η πιο αντιδραστική κυβέρνηση εκφράζει πάντα κάτι βαθύ μέσα στις μάζες, και τουλάχιστον εκφράζει τη δικιά τους πολιτική και ιδεολογική καθυστέρηση. Γι’ αυτό το λόγο δεν πρέπει ποτέ μια κυβέρνηση να ποδοπατείται και να παραμερίζεται στις διεθνείς σχέσεις,εκτός αν η ίδια αποδειγμένα έχει ποδοπατήσει κάθε διεθνή νόμο. Αν είναι χρεοκοπημένη και ακατάλληλη να της δίνει κανείς σημασία είναι μόνο όταν έμπρακτα, συγκεκριμένα και πλατειά, την αρνείται ο εξεγερμένος λαός της. Όμως ούτε το ένα, ούτε το άλλο συνέβη ποτέ με τους Ταλιμπάν.
Μερικοί καλοπροαίρετοι δημοκράτες μπορεί να ισχυριστούν ότι οι ΗΠΑ είχαν ήδη εξασφαλίσει τη διεθνή απομόνωση του Αφγανιστάν πριν χτυπήσουν. Η αλήθεια είναι ότι αυτό που είχαν εξασφαλίσει οι ΗΠΑ ήταν μόνο η τυπική απομόνωση του Αφγανιστάν, δηλαδή η απομόνωσή του από το κυρίαρχο σήμερα στον κόσμο αμερικανορώσικο μέτωπο και γενικά η απομόνωσή του από τον κόσμο του Βορρά.Όμως ο κόσμος του Νότου δηλαδή η συντριπτική πλειοψηφία του πλανήτη, ενώ καταδίκασε την επίθεση της 11 Σεπτέμβρη κατά των ΗΠΑ, δεν υπεράσπισε ποτέ, ούτε με μια του κυβέρνηση, ούτε για μια στιγμή την επίθεση των ΗΠΑ κατά του Αφγανιστάν. Αντίθετα κάθε μέρα που περνάει όλο και περισσότερες κυβερνήσεις του τρίτου κόσμου και όλο και πιο ανοιχτά εκφράζουν την αντίθεσή τους στη συνέχιση των αμερικάνικων βομβαρδισμών.
Αυτό το τελευταίο το κάνουν και γενικά δυτικόφιλες και πιο δημοκρατικές κυβερνήσεις όπως π.χ της Ινδονησίας και της Μαλαισίας οπότε τελικά πιο κερδισμένοι θα βγουν από τους βομβαρδισμούς οι ισλαμοφασίστες. Όσο θα προχωράει η αδιέξοδη αμερικάνικη εμπλοκή στο Αφγανιστάν τόσο περισσότερο μέσα σ’ αυτή τη χώρα και έξω από αυτήν θα δυναμώνει ο Μπιν Λάντεν και το διεθνές ισλαμοφασιστικό κίνημα. Αυτό σημαίνει ότι σε τελική ανάλυση κερδισμένο θα είναι το διεθνές κέντρο κάθε ισλαμοφασισμού, η Τεχεράνη και παραπίσω το διεθνές κέντρο κάθε φασισμού, αντισημιτισμού και αντιδυτικισμού, η Ρωσία των νέων Τσάρων. Είναι αυτή που δίνει στις ΗΠΑ τώρα την ψευδαίσθηση της παγκόσμιας αποδοχής των βομβαρδισμών, για να την σπρώξει στο τέλμα και ύστερα να την καταγγείλει και να την αφήσει να βυθιστεί.
Μήπως αυτές οι παρατηρήσεις μας σημαίνουν ότι κάθε βία που θα ασκήσουν οι ΗΠΑ στα κράτη της σοσιαλφασιστικής τρομοκρατίας είναι καταδικασμένη σε αποτυχία και θα έχει οπωσδήποτε αρνητικό αποτέλεσμα όπως άλλωστε ισχυρίζονται οι σοσιαλφασίστες; Όχι. Η διεθνής βία οπότε και η αμερικάνικη βία ενάντια στα κράτη της σοσιαλφασιστικής τρομοκρατίας είναι υποχρεωτική και επιβεβλημένη. Αντίθετα με όσα ισχυρίζονται οι ρωσόφιλοι και ισλαμοφασίστες φίλοι του Λάντεν καθώς και οι πιο ρηχοί από τους φιλελεύθερους, απέναντι στον Λάντεν πρέπει να ασκηθεί η πιο σκληρή βία. Αυτό που λέμε εμείς είναι ότι αυτός που θα ασκήσει τη βία ή αυτός που η έγκρισή του χρειάζεται για να ασκηθεί μια διεθνής βία είναι κύρια οι ίδιες οι χώρες και οι λαοί του τρίτου κόσμου. Γιατί αυτοί έχουν υποφέρει πιο πολύ από τον καθένα από τους ισλαμοφασίστες, τους ορθοδοξοφασίστες και τους σοσιαλφασίστες κάθε είδους.
Δεν είναι η Αλγερία που δίνει τον πιο μεγάλο και παρατεταμένο εμφύλιο πόλεμο ενάντια στον ισλαμοφασισμό; Και πιο πίσω δεν είναι η Αίγυπτος; Δεν είναι η Τσετσενία και η Βοσνία που πάλεψαν και παλεύουν ενάντια στον ορθοδοξοφασισμό; Δεν είναι το Αφγανιστάν που καταμάτωσε για να σώσει την ανθρωπότητα από τον μπρεζνιεφικό σοσιαλφασισμό; Γιατί τώρα πιστεύουν οι δυτικοί ότι αυτό το τελευταίο πέντε χρόνια μετά (ως το 1996) με την άνοδο των Ταλιμπάν έγινε ο πιο μεγάλος τους εχθρός; Πόση μεταφυσική και πόση άγνοια των βαθιών διεργασιών μέσα στις χώρες όπου ζει η πλειοψηφία του πλανήτη πρέπει να κρύβει μια τέτοια στάση; Πόση έλλειψη δημοκρατικών αρχών; Πόση ηθική παρακμή πρέπει να δέρνει τους διεθνείς αυτούς εκμεταλλευτές;
Είναι δυνατό να είναι δίκαιο ένα διεθνές μέτωπο ενάντια στην τρομοκρατία που να περιλαμβάνει στους κόλπους του τη Ρωσία, την Κίνα, το Ιράν, τη Συρία και το Σουδάν; Είναι δυνατό να βρεθεί ένα διεθνές δημοκρατικό μέτωπο σε σύγκρουση με την Τσετσενία, τη Βοσνία, τη Γεωργία, τους Θιβετιανούς, τους Οιγούρους, και όλους τους απειλούμενους από τους μεγάλους φασισμούς του κόσμου και μάλιστα να βρεθεί σε συμμαχία με τους σφαγείς τους και τους ιδεολογικούς υποκινητές των διωγμών τους;
Αυτό δεν είναι δημοκρατικό μέτωπο. Είναι δημοκρατικός εφιάλτης.
Σαν κακό όνειρο θα θυμάται ύστερα από αρκετά χρόνια η ανθρωπότητα την εποχή όπου το μέλλον της ειρήνης και της ασφάλειας των λαών εξαρτιόταν από τις πληροφορίες που αντάλλασσε η CIA του Τένετ με την KGB του Πούτιν.
Η μόνη σωτήρια σκέψη που θα μπορούσε να βγαίνει μέσα από αυτό το ρίγος είναι ότι αυτή η ένωση που έφερε την CIA και την παγκόσμια πολιτική στα μέτρα της KGB είναι άμεσο προϊόν της σφαγής του Μανχάταν, δηλαδή προϊόν μιας τέλειας προβοκάτσιας που διέπραξε ο μοναδικός και μεγάλος ωφελημένος.
Μια τέτοια σωτήρια σκέψη μπορεί να βοηθήσει στην έξοδο από τον εφιάλτη, ενώ η πρακτική έξοδος θα είναι η πάλη ενάντια στο ρώσικο σοσιαλιμπεριαλισμό που θα συνεχίσει να δίνει η ανθρωπότητα με επικεφαλής τους λαούς του τρίτου κόσμου.
Προς το παρόν το ζήτημα κρίνεται στο Αφγανιστάν. Οι ΗΠΑ πρέπει να σταματήσουν τους βομβαρδισμούς στο Αφγανιστάν και στο μεταξύ οι Ταλιμπάν να κρατήσουν μακριά από την Καμπούλ τη Βόρεια Συμμαχία. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να ανοίξει ένας νέος δρόμος επαφής ανάμεσα στις ΗΠΑ και τους Ταλιμπάν, για την έκδοση ή καλύτερα την εξόντωση του Μπιν Λάντεν. Έτσι μόνο μπορεί να φύγει από τη μέση η Ρωσία.
Αν αυτό συμβεί τότε το σύστημα “σκούπα - φαράσι” θα υποστεί σοβαρή εμπλοκή. Αν οι ΗΠΑ συνεχίσουν στο τέλμα τους τότε είναι δύσκολο στον ισλαμοφασισμό και τη Ρωσία να μην βγουν θριαμβευτές από αυτό το βλακώδες μακελειό που θα το πληρώσουν στη συνέχεια πολύ άσχημα η Τσετσενία, η Γεωργία, η κεντρική Ασία και τελικά όλος ο καταπιεσμένος πλανήτης.